ερείπω: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(14)
 
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρείπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] σε ερείπια, [[κατεδαφίζω]], [[καταστρέφω]], [[κατακρημνίζω]] («[[ἐρέριπτο]] δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» — γκρεμίστηκε το [[τείχος]] τών Αχαιών, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξολοθρεύω]], [[καταστρέφω]] («ἐρείπει [[γένος]] θεῶν τις» — [[κάποιος]] από τους θεούς εξολοθρεύει το [[γένος]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πέφτω]], ρίχνομαι [[πάνω]] σε κάποιον («τῶν προτεταγμένων δυνάμεων ἐρειπομένων εἰς αὐτόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (στον αόρ. β’) <i>ἤριπον</i><br />[[καταπίπτω]], [[πέφτω]] [[νεκρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>- προθεματικό <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ρειπ</i>- που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>rei</i>- «[[σχίζω]], [[κόβω]]» με [[παρέκταση]] -<i>ρ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[ερείκω]]). Στο θ. <i>ρειπ</i>- αντιστοιχούν το νορβ. ρ. <i>r</i><i>ī</i><i>fa</i> «[[καταστρέφω]]» και το λατ. ρηματικό παράγωγο <i>r</i><i>ī</i><i>pa</i> «όχθη». Συνδέεται [[επίσης]] με τα εκτεταμένης βαθμίδας παράγωγα νορβ. <i>r</i><i>ī</i><i>p</i> «άνω [[κράσπεδο]] βάρκας», γερμ. διαλ. <i>rip</i>(<i>e</i>) «όχθη» και μσν. άνω γερμ. <i>rif</i> «όχθη». Ως α’ συνθετικό απαντά μόνο στα <b>αρχ.</b> <i>ερειψι</i>-<i>πύλᾶς</i>, [[ερειψίτοιχος]] του τύπου [[βροντησικέραυνος]]. Εν συνθέσει με προθέσεις μαρτυρούνται μόνο οι μέλλοντες <b>αρχ.</b> <i>εξερείψω</i>, <i>κατερείψω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερείπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ερείπιος</i>, [[ερείψιμος]], [[έρειψις]], <i>ερίπναι</i>.
|mltxt=[[ἐρείπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] σε ερείπια, [[κατεδαφίζω]], [[καταστρέφω]], [[κατακρημνίζω]] («[[ἐρέριπτο]] δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν» — γκρεμίστηκε το [[τείχος]] τών Αχαιών, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξολοθρεύω]], [[καταστρέφω]] («ἐρείπει [[γένος]] θεῶν τις» — [[κάποιος]] από τους θεούς εξολοθρεύει το [[γένος]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πέφτω]], ρίχνομαι [[πάνω]] σε κάποιον («τῶν προτεταγμένων δυνάμεων ἐρειπομένων εἰς αὐτόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (στον αόρ. β’) <i>ἤριπον</i><br />[[καταπίπτω]], [[πέφτω]] [[νεκρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>- προθεματικό <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ρειπ</i>- που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>rei</i>- «[[σχίζω]], [[κόβω]]» με [[παρέκταση]] -<i>ρ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[ερείκω]]). Στο θ. <i>ρειπ</i>- αντιστοιχούν το νορβ. ρ. <i>r</i><i>ī</i><i>fa</i> «[[καταστρέφω]]» και το λατ. ρηματικό παράγωγο <i>r</i><i>ī</i><i>pa</i> «όχθη». Συνδέεται [[επίσης]] με τα εκτεταμένης βαθμίδας παράγωγα νορβ. <i>r</i><i>ī</i><i>p</i> «άνω [[κράσπεδο]] βάρκας», γερμ. διαλ. <i>rip</i>(<i>e</i>) «όχθη» και μσν. άνω γερμ. <i>rif</i> «όχθη». Ως α’ συνθετικό απαντά μόνο στα <b>αρχ.</b> <i>ερειψι</i>-<i>πύλᾶς</i>, [[ερειψίτοιχος]] του τύπου [[βροντησικέραυνος]]. Εν συνθέσει με προθέσεις μαρτυρούνται μόνο οι μέλλοντες <b>αρχ.</b> <i>εξερείψω</i>, <i>κατερείψω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερείπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ερείπιος</i>, [[ερείψιμος]], [[έρειψις]], <i>ερίπναι</i>.
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐρείπω (Α)
1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζωἐρέριπτο δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν» — γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.)
2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» — κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος, Σοφ.)
3. πέφτω, ρίχνομαι πάνω σε κάποιον («τῶν προτεταγμένων δυνάμεων ἐρειπομένων εἰς αὐτόν», Πλούτ.)
4. (στον αόρ. β’) ἤριπον
καταπίπτω, πέφτω νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ε- προθεματικό + θ. ρειπ- που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα rei- «σχίζω, κόβω» με παρέκταση -ρ- (βλ. και λ. ερείκω). Στο θ. ρειπ- αντιστοιχούν το νορβ. ρ. rīfa «καταστρέφω» και το λατ. ρηματικό παράγωγο rīpa «όχθη». Συνδέεται επίσης με τα εκτεταμένης βαθμίδας παράγωγα νορβ. rīp «άνω κράσπεδο βάρκας», γερμ. διαλ. rip(e) «όχθη» και μσν. άνω γερμ. rif «όχθη». Ως α’ συνθετικό απαντά μόνο στα αρχ. ερειψι-πύλᾶς, ερειψίτοιχος του τύπου βροντησικέραυνος. Εν συνθέσει με προθέσεις μαρτυρούνται μόνο οι μέλλοντες αρχ. εξερείψω, κατερείψω.
ΠΑΡ. ερείπιο
αρχ.
ερείπιος, ερείψιμος, έρειψις, ερίπναι.