εχθαίρω: Difference between revisions
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(15) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐχθαίρω]])<br />[[εχθρεύομαι]], [[μισώ]] (α. «εχθαίρουσιν οι αθάνατοι», Κάλβ.<br />β. «ἵν' ἐχθήρειε γέροντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>εχθαίρομαι</i><br />[[είμαι]] [[μισητός]], μισούμαι<br />(α. «[[ὅστις]] ἐμφανῶς θεοῑς ἐχθαίρομαι», <b>Σοφ.</b><br />«ἐχθαρῆ μὲν ἐξ | |mltxt=(Α [[ἐχθαίρω]])<br />[[εχθρεύομαι]], [[μισώ]] (α. «εχθαίρουσιν οι αθάνατοι», Κάλβ.<br />β. «ἵν' ἐχθήρειε γέροντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>εχθαίρομαι</i><br />[[είμαι]] [[μισητός]], μισούμαι<br />(α. «[[ὅστις]] ἐμφανῶς θεοῑς ἐχθαίρομαι», <b>Σοφ.</b><br />«ἐχθαρῆ μὲν ἐξ ἐμοῦ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα, καταστάσεις <b>κ.λπ.</b>) αποστρέφομαι («οὕς γε καὶ τὸν ἥλιον φασιν ἐχθαίρειν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εχθαίρω]] προϋποθέτει πιθ. έναν πρώιμο αρχ. τ. ουδ. [[έχθαρ]] «[[μίσος]]» <span style="color: red;"><</span> [[έχθος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 13 June 2022
Greek Monolingual
(Α ἐχθαίρω)
εχθρεύομαι, μισώ (α. «εχθαίρουσιν οι αθάνατοι», Κάλβ.
β. «ἵν' ἐχθήρειε γέροντα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. παθ. εχθαίρομαι
είμαι μισητός, μισούμαι
(α. «ὅστις ἐμφανῶς θεοῑς ἐχθαίρομαι», Σοφ.
«ἐχθαρῆ μὲν ἐξ ἐμοῦ», Σοφ.)
2. (για πράγματα, καταστάσεις κ.λπ.) αποστρέφομαι («οὕς γε καὶ τὸν ἥλιον φασιν ἐχθαίρειν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εχθαίρω προϋποθέτει πιθ. έναν πρώιμο αρχ. τ. ουδ. έχθαρ «μίσος» < έχθος].