αφυής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(7) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀφυής]] (- | |mltxt=[[ἀφυής]] (-οῦς), -ές (Α) [[φυή]]<br /><b>1.</b> ο μη [[ευφυής]], αυτός που δεν έχει [[φυσική]] [[ικανότητα]] ή διανοητική [[υπεροχή]]<br /><b>2.</b> [[αδέξιος]], [[ανίκανος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει άρτια σωματική [[διάπλαση]]<br /><b>4.</b> [[απονήρευτος]], [[άδολος]]. | ||
}} | }} |