ευπορώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω (ΑΜ εὐπορῶ) [[εύπορος]]<br />[[είμαι]] [[εύπορος]], έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική [[άνεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω τη [[δυνατότητα]], [[είμαι]] [[ικανός]] να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι [[λέγω]]» — έχω [[πάρα]] [[πολλά]] να πω<br />γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την [[απάντηση]])<br /><b>2.</b> έχω, [[μπορώ]] να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῡσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διαρκώ]], διατηρούμαι με [[επιτυχία]] («[[ὅθεν]] ὁ [[πόλεμος]] εὐπορεῑ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] («εὐπορῶ [[δέκα]] μνᾱς τινι»)<br /><b>4.</b> (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή [[γνώση]] κάποιου θέματος.
|mltxt=-έω (ΑΜ εὐπορῶ) [[εύπορος]]<br />[[είμαι]] [[εύπορος]], έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική [[άνεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω τη [[δυνατότητα]], [[είμαι]] [[ικανός]] να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι [[λέγω]]» — έχω [[πάρα]] [[πολλά]] να πω<br />γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την [[απάντηση]])<br /><b>2.</b> έχω, [[μπορώ]] να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῦσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διαρκώ]], διατηρούμαι με [[επιτυχία]] («[[ὅθεν]] ὁ [[πόλεμος]] εὐπορεῑ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] («εὐπορῶ [[δέκα]] μνᾱς τινι»)<br /><b>4.</b> (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή [[γνώση]] κάποιου θέματος.
}}
}}

Revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

-έω (ΑΜ εὐπορῶ) εύπορος
είμαι εύπορος, έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική άνεση
μσν.-αρχ.
1. έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι λέγω» — έχω πάρα πολλά να πω
γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την απάντηση)
2. έχω, μπορώ να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῦσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)
αρχ.
1. επιτυγχάνω κάτι
2. διαρκώ, διατηρούμαι με επιτυχίαὅθενπόλεμος εὐπορεῑ», Θουκ.)
3. παρέχω, χορηγώ («εὐπορῶ δέκα μνᾱς τινι»)
4. (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή γνώση κάποιου θέματος.