λεσβιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[λεσβιάζω]]) [[Λέσβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) έχω την ερωτική [[διαστροφή]] τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα<br /><b>2.</b> [[συνθέτω]] αισχρά ποιήματα, [[αισχρολογώ]] ως [[ποιητής]] («αὕτη ποθ' ἡ Μοῡσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=(Α [[λεσβιάζω]]) [[Λέσβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) έχω την ερωτική [[διαστροφή]] τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα<br /><b>2.</b> [[συνθέτω]] αισχρά ποιήματα, [[αισχρολογώ]] ως [[ποιητής]] («αὕτη ποθ' ἡ Μοῦσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λεσβιάζω:''' следовать лесбосским нравам Arph.
|elrutext='''λεσβιάζω:''' следовать лесбосским нравам Arph.
}}
}}

Revision as of 20:05, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεσβιάζω Medium diacritics: λεσβιάζω Low diacritics: λεσβιάζω Capitals: ΛΕΣΒΙΑΖΩ
Transliteration A: lesbiázō Transliteration B: lesbiazō Transliteration C: lesviazo Beta Code: lesbia/zw

English (LSJ)

do like the Lesbian women, Latin fellare, Ar. Ra. 1308, Luc. Pseudol. 28.

French (Bailly abrégé)

imiter les Lesbiennes.
Étymologie: Λέσβιος.

Greek Monolingual

λεσβιάζω) Λέσβιος
νεοελλ.
(για γυναίκα) έχω την ερωτική διαστροφή τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις
αρχ.
1. επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα
2. συνθέτω αισχρά ποιήματα, αισχρολογώ ως ποιητής («αὕτη ποθ' ἡ Μοῦσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

λεσβιάζω: следовать лесбосским нравам Arph.