κισσώ: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />κισσῶ, αττ. τ. κιττῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> (για έγκυο [[γυναίκα]]) [[επιθυμώ]] ασυνήθιστα και αλλόκοτα φαγητά («εἰώθασι δὲ | |mltxt=<b>(I)</b><br />κισσῶ, αττ. τ. κιττῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> (για έγκυο [[γυναίκα]]) [[επιθυμώ]] ασυνήθιστα και αλλόκοτα φαγητά («εἰώθασι δὲ ταῖς κυούσαις αἱ ἐπιθυμίαι [[γίγνεσθαι]] παντοδαπαί, καὶ μεταβάλλειν [[ὀξέως]]<br />ὅ καλοῦσί τινες κισσᾱν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιθυμώ]], [[ποθώ]] («ὑμεῖς μέν γ' οὖν οἱ κιττῶντες τῆς εἰρήνης σπᾱτ' ἀνδρείως», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[κυοφορώ]], [[είμαι]] [[έγκυος]] («ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, και ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ [[μήτηρ]] μου», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κίσσα]] (ΙΙ)].<br /><b>(II)</b><br />κισσῶ και κιττῶ, -όω (Α) [[κισσός]]<br />[[κοσμώ]] με κισσό, [[στολίζω]] με κισσό («κρᾱτα κισσώσας ἐμόν», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 13 June 2022
Greek Monolingual
(I)
κισσῶ, αττ. τ. κιττῶ, -άω (Α)
1. (για έγκυο γυναίκα) επιθυμώ ασυνήθιστα και αλλόκοτα φαγητά («εἰώθασι δὲ ταῖς κυούσαις αἱ ἐπιθυμίαι γίγνεσθαι παντοδαπαί, καὶ μεταβάλλειν ὀξέως
ὅ καλοῦσί τινες κισσᾱν», Αριστοτ.)
2. μτφ. επιθυμώ, ποθώ («ὑμεῖς μέν γ' οὖν οἱ κιττῶντες τῆς εἰρήνης σπᾱτ' ἀνδρείως», Αριστοφ.)
3. (για γυναίκα) κυοφορώ, είμαι έγκυος («ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, και ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κίσσα (ΙΙ)].
(II)
κισσῶ και κιττῶ, -όω (Α) κισσός
κοσμώ με κισσό, στολίζω με κισσό («κρᾱτα κισσώσας ἐμόν», Ευρ.).