πρόθυρο: Difference between revisions
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[πρόθυρον]], ΝΜΑ, και [[προθίουρον]] Α<br />(στον εν. και συν. στον πληθ.) <i>τα πρόθυρα</i><br />α) ο [[χώρος]] που βρίσκεται [[μπροστά]] από τη [[θύρα]] ή [[γύρω]] από αυτήν (α. «τα πρόθυρα της Ακαδημίας» β. «[[οὗτος]] ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν | |mltxt=το / [[πρόθυρον]], ΝΜΑ, και [[προθίουρον]] Α<br />(στον εν. και συν. στον πληθ.) <i>τα πρόθυρα</i><br />α) ο [[χώρος]] που βρίσκεται [[μπροστά]] από τη [[θύρα]] ή [[γύρω]] από αυτήν (α. «τα πρόθυρα της Ακαδημίας» β. «[[οὗτος]] ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν τοῖσι προθύροισι τοῖσι ἑωυτοῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) ο [[πρόναος]]<br />γ) <b>μτφ.</b> πολύ [[κοντινός]] [[τόπος]] (α. «τα πρόθυρα της πόλης» β. «γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον, Ἰσθμίου [[πρόθυρον]] Ποτειδᾱνος», <b>Πίνδ.</b>)<br />δ) <b>μτφ.</b> μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[πριν]] από την [[εξέλιξη]] μιας κατάστασης, οι παραμονές (α. «η [[οικονομία]] βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής» β. «ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαθοῦ προθύροις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θύρα]] της αυλής, η [[αυλόπορτα]], η [[εξώπορτα]] («στῆ δ'... ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[υπόστεγο]] που βρισκόταν [[μπροστά]] από το [[μέγαρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυρον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θύρα]]) <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>θυρο</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:20, 13 June 2022
Greek Monolingual
το / πρόθυρον, ΝΜΑ, και προθίουρον Α
(στον εν. και συν. στον πληθ.) τα πρόθυρα
α) ο χώρος που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα ή γύρω από αυτήν (α. «τα πρόθυρα της Ακαδημίας» β. «οὗτος ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν τοῖσι προθύροισι τοῖσι ἑωυτοῦ», Ηρόδ.)
β) ο πρόναος
γ) μτφ. πολύ κοντινός τόπος (α. «τα πρόθυρα της πόλης» β. «γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾱνος», Πίνδ.)
δ) μτφ. μικρό χρονικό διάστημα πριν από την εξέλιξη μιας κατάστασης, οι παραμονές (α. «η οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής» β. «ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαθοῦ προθύροις», Πλάτ.)
αρχ.
1. η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα, η εξώπορτα («στῆ δ'... ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου», Ομ. Ιλ.)
2. το υπόστεγο που βρισκόταν μπροστά από το μέγαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -θυρον (< θύρα) πρβλ. παρά-θυρο].