πρόθυσις: Difference between revisions
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ύσεως, ἡ, Α [[προθύω]]<br /><b>1.</b> η πρώτη [[κρηπίδα]] βωμού, η [[βάση]] («τοῦ | |mltxt=-ύσεως, ἡ, Α [[προθύω]]<br /><b>1.</b> η πρώτη [[κρηπίδα]] βωμού, η [[βάση]] («τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν [[Ὀλυμπία]] κρηπῑδος τῆς πρώτης, προθύσεως καλουμένης», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> προκαταρκτική [[θυσία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 13 June 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A base of an altar, Paus.5.13.9.
German (Pape)
[Seite 724] ἡ, der Fuß des Opferaltars, Paus. 5, 13, 9.
Greek (Liddell-Scott)
πρόθῡσις: ἡ, ἡ πρώτη κρηπὶς βωμοῦ, τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν Ὀλυμπίᾳ κρηπῖδος τῆς πρώτης, προθύσεως καλουμένης Παυσ. 5. 13, 9· Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 510.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, Α προθύω
1. η πρώτη κρηπίδα βωμού, η βάση («τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν Ὀλυμπία κρηπῑδος τῆς πρώτης, προθύσεως καλουμένης», Παυσ.)
2. προκαταρκτική θυσία.