πρόθυσις: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ύσεως, ἡ, Α [[προθύω]]<br /><b>1.</b> η πρώτη [[κρηπίδα]] βωμού, η [[βάση]] («τοῦ βωμοῡ τοῦ ἐν [[Ὀλυμπία]] κρηπῑδος τῆς πρώτης, προθύσεως καλουμένης», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> προκαταρκτική [[θυσία]].
|mltxt=-ύσεως, ἡ, Α [[προθύω]]<br /><b>1.</b> η πρώτη [[κρηπίδα]] βωμού, η [[βάση]] («τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν [[Ὀλυμπία]] κρηπῑδος τῆς πρώτης, προθύσεως καλουμένης», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> προκαταρκτική [[θυσία]].
}}
}}

Revision as of 20:20, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόθῠσις Medium diacritics: πρόθυσις Low diacritics: πρόθυσις Capitals: ΠΡΟΘΥΣΙΣ
Transliteration A: próthysis Transliteration B: prothysis Transliteration C: prothysis Beta Code: pro/qusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A base of an altar, Paus.5.13.9.

German (Pape)

[Seite 724] ἡ, der Fuß des Opferaltars, Paus. 5, 13, 9.

Greek (Liddell-Scott)

πρόθῡσις: ἡ, ἡ πρώτη κρηπὶς βωμοῦ, τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν Ὀλυμπίᾳ κρηπῖδος τῆς πρώτης, προθύσεως καλουμένης Παυσ. 5. 13, 9· Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 510.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α προθύω
1. η πρώτη κρηπίδα βωμού, η βάση («τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν Ὀλυμπία κρηπῑδος τῆς πρώτης, προθύσεως καλουμένης», Παυσ.)
2. προκαταρκτική θυσία.