ἡλιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡλιαστικὸς, -ή, -όν (Α) [[ηλιαστής]]<br />αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῡ γέροντος» — δικαστή, μέλους της ηλιαίας, <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=ἡλιαστικὸς, -ή, -όν (Α) [[ηλιαστής]]<br />αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῦ γέροντος» — δικαστή, μέλους της ηλιαίας, <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:40, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιαστικός Medium diacritics: ἡλιαστικός Low diacritics: ηλιαστικός Capitals: ΗΛΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēliastikós Transliteration B: hēliastikos Transliteration C: iliastikos Beta Code: h(liastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of, for, or like a Heliast, γέρων Ar.V.195; ὀβολός Id.Nu.863; ὅρκος Lex ap.D.24.21, Hyp.Eux.40.

German (Pape)

[Seite 1160] den Heliasten, den Richter in der Heliaia betreffend; ὀβολός, der Richtersold, Ar. Nubb. 853; γέρων ἡλ., ein alter Richter, Vesp. 194; ὅρκος, Dem. 24, 21, der Richtereid.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιαστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς Ἡλιαστὴν ἢ ὁμοιάζων πρὸς Ἠλ., γέρων Ἀριστοφ. Σφ. 195∙ ὀβολός ὁ αὐτ. Νεφ. 863∙ ὅρκος Δημ. 706. 26, Ὑπερίδ. Εὐξεν. 49.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les héliastes, d’héliaste.
Étymologie: ἡλιαστής.

Greek Monolingual

ἡλιαστικὸς, -ή, -όν (Α) ηλιαστής
αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῦ γέροντος» — δικαστή, μέλους της ηλιαίας, Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἡλιαστικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε Ηλιαστή ή μοιάζει σε Ηλιαστή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιαστικός: судейский (ὅρκος Dem.): ὀβολὸς ἡ. Arph. судейское жалование; γέρων ἡ. Arph. старый судья.

Middle Liddell

ἡλιαστικός, ή, όν [from ἡλιαστής
of, for, or like a Heliast, Ar.