μεταδίδω: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
(6_2)
 
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταδίδω''': [[μεταδίδωμι]], Ψευδο-Μαρκ. Λειτουργ. 307, Κ. Πορφυρογεν. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 241, 4.
|lstext='''μεταδίδω''': [[μεταδίδωμι]], Ψευδο-Μαρκ. Λειτουργ. 307, Κ. Πορφυρογεν. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 241, 4.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[μεταδίδωμι]], Μ [[μεταδίδω]])<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον [[κάτι]] δικό μου ή [[μέρος]] από [[κάτι]], [[παρέχω]] («μετάδος φίλοισι σοῖσι σῆς εὐπραξίας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πληροφορώ]] κάποιον για [[κάτι]] που άκουσα ή έμαθα, [[γνωστοποιώ]], [[ανακοινώνω]], [[κοινοποιώ]] (α. «τα νέα μεταδόθηκαν αστραπιαία στην [[πόλη]]»<br /><b>6.</b> «ο [[εκφωνητής]] μεταδίδει το νυχτερινό [[δελτίο]] ειδήσεων»)<br /><b>3.</b> [[μολύνω]] κάποιον με [[νόσημα]] που έχω, [[κολλώ]] κάποιον<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τη [[θεία]] [[μετάληψη]]) [[κοινωνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[κοινωνώ]], [[μεταλαβαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>μεταδίδομαι</i><br />(για [[υγρό]]) αναμιγνύομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μεταβιβάζω]], [[παραχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον μέτοχο σε [[κάτι]] («τὸ ἄλλῳ τῆς γεννητικῆς... δυνάμεως μεταδεδωκός», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> [[συσκέπτομαι]] με κάποιον για [[κάτι]] («μεταδοῦν
αι τοῖς φίλοις [[ὑπὲρ]] τῶν προσπεπτωκότων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κοινοποιώ]], [[επιδίδω]] [[έγγραφο]], [[υπόμνημα]] ή [[σημείωμα]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[μεταδίδωμι]], Μ [[μεταδίδω]])<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον [[κάτι]] δικό μου ή [[μέρος]] από [[κάτι]], [[παρέχω]] («μετάδος φίλοισι σοῖσι σῆς εὐπραξίας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πληροφορώ]] κάποιον για [[κάτι]] που άκουσα ή έμαθα, [[γνωστοποιώ]], [[ανακοινώνω]], [[κοινοποιώ]] (α. «τα νέα μεταδόθηκαν αστραπιαία στην [[πόλη]]»<br /><b>6.</b> «ο [[εκφωνητής]] μεταδίδει το νυχτερινό [[δελτίο]] ειδήσεων»)<br /><b>3.</b> [[μολύνω]] κάποιον με [[νόσημα]] που έχω, [[κολλώ]] κάποιον<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τη [[θεία]] [[μετάληψη]]) [[κοινωνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[κοινωνώ]], [[μεταλαβαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>μεταδίδομαι</i><br />(για [[υγρό]]) αναμιγνύομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μεταβιβάζω]], [[παραχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον μέτοχο σε [[κάτι]] («τὸ ἄλλῳ τῆς γεννητικῆς... δυνάμεως μεταδεδωκός», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> [[συσκέπτομαι]] με κάποιον για [[κάτι]] («μεταδοῦν
αι τοῖς φίλοις [[ὑπὲρ]] τῶν προσπεπτωκότων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κοινοποιώ]], [[επιδίδω]] [[έγγραφο]], [[υπόμνημα]] ή [[σημείωμα]].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 18 June 2022

Greek (Liddell-Scott)

μεταδίδω: μεταδίδωμι, Ψευδο-Μαρκ. Λειτουργ. 307, Κ. Πορφυρογεν. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 241, 4.

Greek Monolingual

μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω)
1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῖσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.)
2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν αστραπιαία στην πόλη»
6. «ο εκφωνητής μεταδίδει το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων»)
3. μολύνω κάποιον με νόσημα που έχω, κολλώ κάποιον
νεοελλ.-μσν.
1. (σχετικά με τη θεία μετάληψη) κοινωνώ κάποιον
2. (αμτβ.) κοινωνώ, μεταλαβαίνω
μσν.
μέσ. μεταδίδομαι
(για υγρό) αναμιγνύομαι
μσν.-αρχ.
μεταβιβάζω, παραχωρώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον μέτοχο σε κάτι («τὸ ἄλλῳ τῆς γεννητικῆς... δυνάμεως μεταδεδωκός», Πρόκλ.)
2. συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι («μεταδοῦν αι τοῖς φίλοις ὑπὲρ τῶν προσπεπτωκότων», Πολ.)
3. κοινοποιώ, επιδίδω έγγραφο, υπόμνημα ή σημείωμα.

Greek Monolingual

μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω)
1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῖσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.)
2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν αστραπιαία στην πόλη»
6. «ο εκφωνητής μεταδίδει το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων»)
3. μολύνω κάποιον με νόσημα που έχω, κολλώ κάποιον
νεοελλ.-μσν.
1. (σχετικά με τη θεία μετάληψη) κοινωνώ κάποιον
2. (αμτβ.) κοινωνώ, μεταλαβαίνω
μσν.
μέσ. μεταδίδομαι
(για υγρό) αναμιγνύομαι
μσν.-αρχ.
μεταβιβάζω, παραχωρώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον μέτοχο σε κάτι («τὸ ἄλλῳ τῆς γεννητικῆς... δυνάμεως μεταδεδωκός», Πρόκλ.)
2. συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι («μεταδοῦν αι τοῖς φίλοις ὑπὲρ τῶν προσπεπτωκότων», Πολ.)
3. κοινοποιώ, επιδίδω έγγραφο, υπόμνημα ή σημείωμα.