επασκώ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐπασκῶ, -έω (Α) [[ασκώ]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με [[επιμέλεια]], [[διακοσμώ]] [[κάτι]] με [[φροντίδα]] («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ | |mltxt=ἐπασκῶ, -έω (Α) [[ασκώ]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με [[επιμέλεια]], [[διακοσμώ]] [[κάτι]] με [[φροντίδα]] («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῖσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκθειάζω]], [[εξαίρω]], [[αναδεικνύω]] («ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καλλιεργώ]], [[εξασκώ]], [[προάγω]] («σοφίαν ἐπασκεῑ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαυξάνω]] («δύναμιν ἀνθρώπων ἀπίστων ἐπασκῆσαι», Αρρ.)<br /><b>5.</b> (για αθλητές) ασκούμαι, γυμνάζομαι<br /><b>6.</b> [[εξεγείρω]] [[εναντίον]] κάποιου («πάντας αὐτῷ τοὺς ἐχθροὺς ἐπήσκησαν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>7.</b> [[γυμνάζω]] για τον αγώνα<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπασκεῖν<br />σέβεσθαι, ἁγνεύειν». | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 18 June 2022
Greek Monolingual
ἐπασκῶ, -έω (Α) ασκώ
1. κατασκευάζω κάτι με επιμέλεια, διακοσμώ κάτι με φροντίδα («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῖσι», Ομ. Οδ.)
2. εκθειάζω, εξαίρω, αναδεικνύω («ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῑς», Πίνδ.)
3. καλλιεργώ, εξασκώ, προάγω («σοφίαν ἐπασκεῑ», Αριστοφ.)
4. επαυξάνω («δύναμιν ἀνθρώπων ἀπίστων ἐπασκῆσαι», Αρρ.)
5. (για αθλητές) ασκούμαι, γυμνάζομαι
6. εξεγείρω εναντίον κάποιου («πάντας αὐτῷ τοὺς ἐχθροὺς ἐπήσκησαν», Δίων Κάσσ.)
7. γυμνάζω για τον αγώνα
8. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπασκεῖν
σέβεσθαι, ἁγνεύειν».