λοιβεῖον: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=λοιβεῑον, τὸ (Α) [[λοιβή]]<br />[[αγγείο]] για [[σπονδή]] («ἀργυρᾱ λοιβεῑα... τοῖς | |mltxt=λοιβεῑον, τὸ (Α) [[λοιβή]]<br />[[αγγείο]] για [[σπονδή]] («ἀργυρᾱ λοιβεῑα... τοῖς θεοῖς καθιέρωσεν», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:55, 18 June 2022
English (LSJ)
τό, A cup for pouring libations, Plu. Aem.33, Marc.2.
Greek (Liddell-Scott)
λοιβεῖον: τό, ἀγγεῖον πρὸς σπονδὴν χρησιμεῦον, Πλουτ. Αἰμ. 33, Μάρκελλ. 2· «σπονδεῖον, ᾧ τὸν οἶνον ἐπισπένδεις, καὶ λοιβεῖον, ᾧ τοὔλαιον» Πολυδ. Ι΄, 65.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase pour les libations.
Étymologie: λοιβή.
Greek Monolingual
λοιβεῑον, τὸ (Α) λοιβή
αγγείο για σπονδή («ἀργυρᾱ λοιβεῑα... τοῖς θεοῖς καθιέρωσεν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
λοιβεῖον: τό, αγγείο που χρησίμευε στις σπονδές, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
λοιβεῖον: τό культ. сосуд для возлияний Plut.
Middle Liddell
λοιβεῖον, ου, τό,
a cup for pouring libations, Plut. [from λοιβή