νειρός: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νειρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[έσχατος]], [[κατώτατος]] («ἐν χθονὸς | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[νειρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[έσχατος]], [[κατώτατος]] («ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νειρά</i><br />η [[νείαιρα]], το [[υπογάστριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῖρα]] (<b>βλ. λ.</b> [[νείαιρα]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[νειρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[ισχυρός]], [[ορμητικός]], [[σφοδρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεαρός]], με [[συναίρεση]] (<b>πρβλ.</b> [[νηρός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 18 June 2022
English (LSJ)
(A), ά, όν, A lowest, ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς Lyc.896 (v.l. νηροῖς), cf. Hsch. s. vv. νειρόν, νηρόν. 2 Subst. νειρή, ἡ, = νείαιρα ΙΙ, Id.s.v. νειρὴ κοίλη (s.v.l.), but acc. sg. νεῖραν as adjective, νεῖραν ἐς πλευράν prob. cj. in E.Rh.794 (νείαιραν, νείεραν codd.); dat. sg. νείρᾳ prob. in A.Ag.1479 (lyr.; νείρει codd.); cf. νείαιρα.
νειρός (B), ά, όν, A strong, vehement, Hsch.
German (Pape)
[Seite 237] zsgzgn aus νεαρός od. νειαρός, nur bei Gramm.; Hesych. erkl. ἔσχατος; vgl. Müller Lycophr. 896.
Greek (Liddell-Scott)
νειρός: -ά, -όν, συνῃρ. ἀντὶ νεαρός, σφοδρός, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν νείαιρα. ΙΙ. ἔσχατος, κατώτατος, ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς Λυκόφρ. 896, ἔνθα ἴδε Backmann.
Greek Monolingual
(I)
νειρός, -ά, -όν (Α)
1. έσχατος, κατώτατος («ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς», Λυκόφρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νειρά
η νείαιρα, το υπογάστριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῖρα (βλ. λ. νείαιρα)].
(II)
νειρός, -ά, -όν (Α)
ισχυρός, ορμητικός, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός, με συναίρεση (πρβλ. νηρός)].