διαψιθυρίζω: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[murmurar]] πρὸς τὸ οὖς Thphr.<i>Char</i>.2.10, πολλά LXX <i>Si</i>.12.18, unos c. otros, Plb.15.26.8, πρὸς [[ἀλλήλους]] Luc.<i>Gall</i>.25, Procop.<i>Aed</i>.1.3.8, en v. pas. διαψιθυριζόμενα murmuraciones</i> Procop.<i>Goth</i>.4.32.30. | |dgtxt=[[murmurar]] πρὸς τὸ οὖς Thphr.<i>Char</i>.2.10, πολλά [[LXX]] <i>Si</i>.12.18, unos c. otros, Plb.15.26.8, πρὸς [[ἀλλήλους]] Luc.<i>Gall</i>.25, Procop.<i>Aed</i>.1.3.8, en v. pas. διαψιθυριζόμενα murmuraciones</i> Procop.<i>Goth</i>.4.32.30. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:30, 20 June 2022
English (LSJ)
A whisper, πρὸς τὸ οὖς προσπίπτων δ. Thphr.Char.2.10. II whisper among themselves, LXXSi.12.18, Plb.15.26.8, Luc. Gall.25.
German (Pape)
[Seite 614] durchzischeln, flüstern, Pol. 15, 26, 8; πρὸς ἀλλήλους, Luc. Somn. 25.
Greek (Liddell-Scott)
διαψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω ἀμοιβαίως (-ομεν πρὸς ἀλλήλους), Πολύβ. 15. 26, 8, Λουκ. Ἀλεκ. 25.
French (Bailly abrégé)
murmurer, chuchoter.
Étymologie: διά, ψιθυρίζω.
Spanish (DGE)
murmurar πρὸς τὸ οὖς Thphr.Char.2.10, πολλά LXX Si.12.18, unos c. otros, Plb.15.26.8, πρὸς ἀλλήλους Luc.Gall.25, Procop.Aed.1.3.8, en v. pas. διαψιθυριζόμενα murmuraciones Procop.Goth.4.32.30.
Greek Monolingual
διαψιθυρίζω (Α)
1. μιλώ ψιθυριστά
2. ψιθυρίζω αμοιβαία.
Greek Monotonic
διαψῐθῠρίζω: μέλ. -σω, ψιθυρίζω κάτι σε κάποιον κι έτσι διαδίδω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διαψῐθῠρίζω: перешептываться, шептаться (Polyb.; πρὸς ἀλλήλους Plut.).
Middle Liddell
fut. σω,
to whisper among themselves, Luc.