μονόπλευρος: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monoplevros | |Transliteration C=monoplevros | ||
|Beta Code=mono/pleuros | |Beta Code=mono/pleuros | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[with one front]], of a [[column]] on the [[march]], Arr.Tact.28.4,5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:16, 28 June 2022
English (LSJ)
ον, with one front, of a column on the march, Arr.Tact.28.4,5.
German (Pape)
[Seite 204] einseitig, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μονόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων μόνον μίαν πλευράν, Ἀρρ. Τακτ. 28.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόπλευρος, -ον)
αυτός που έχει μία μόνο πλευρά
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που γίνεται κατά μία μόνο πλευρά ή αυτός που ενεργεί εξετάζοντας μόνο τη μία πλευρά ενός θέματος, μονομερής μεροληπτικός
2. το αρσ. ως ουσ. ο μονόπλευρος
σπάνιο απολιθωμένο γένος δίθυρων ελασματοβράγχιων μαλακίων, αντιπροσωπευτικό τών ταχυδόντων, μιας παράξενης ομάδας που έζησε κατά το κρητιδικό.
επίρρ...
μονοπλεύρως και μονόπλευρα (ΑΜ μονοπλεύρως)
από τη μία μόνο πλευρά
νεοελλ.
μονομερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monoplegia (< μονο- + πληγία < -πληγής < πλήττω)].