λυμεωνεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "τοιαῡτ" to "τοιαῦτ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυμεωνεύομαι]] (Α) [[λυμεών]]<br />έχω τη [[διάθεση]] να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῦτα καὶ τὰ | |mltxt=[[λυμεωνεύομαι]] (Α) [[λυμεών]]<br />έχω τη [[διάθεση]] να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα συνεβούλευον», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῡμεωνεύομαι:''' Polyb. [[varia lectio|v.l.]] = [[λυμαίνομαι]]. | |elrutext='''λῡμεωνεύομαι:''' Polyb. [[varia lectio|v.l.]] = [[λυμαίνομαι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 24 July 2022
English (LSJ)
A play or act the λυμεών, Plb.5.5.8.
Greek (Liddell-Scott)
λυμεωνεύομαι: ἀποθ., = λυμαίνομαι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 5. 5, 8.
Greek Monolingual
λυμεωνεύομαι (Α) λυμεών
έχω τη διάθεση να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα συνεβούλευον», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
λῡμεωνεύομαι: Polyb. v.l. = λυμαίνομαι.