απατεώνας: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀπατεών]], ο, το αρχ. κ. ως επίθ., [[άπατεών]], ο, η)<br />αυτός που εξαπατά τους άλλους, [[δόλιος]] [[πανούργος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> ο [[απατηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απάτη]] <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>εών</i>, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] του προσώπου, το οποίο έχει την [[ιδιότητα]] που φανερώνει η πρωτότυπη [[λέξη]] (πρβλ. [[λυμεών]], [[οργεών]])].
|mltxt=ο (AM [[ἀπατεών]], ο, το αρχ. κ. ως επίθ., [[ἀπατεών]], ο, η)<br />αυτός που εξαπατά τους άλλους, [[δόλιος]] [[πανούργος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> ο [[απατηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απάτη]] <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>εών</i>, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] του προσώπου, το οποίο έχει την [[ιδιότητα]] που φανερώνει η πρωτότυπη [[λέξη]] (πρβλ. [[λυμεών]], [[οργεών]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:51, 24 July 2022

Greek Monolingual

ο (AM ἀπατεών, ο, το αρχ. κ. ως επίθ., ἀπατεών, ο, η)
αυτός που εξαπατά τους άλλους, δόλιος πανούργος
αρχ.
ως επίθ. ο απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απάτη + (κατάλ.) -εών, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται προς δήλωση του προσώπου, το οποίο έχει την ιδιότητα που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη (πρβλ. λυμεών, οργεών)].