ἐπιφήμισμα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφήμισμα]], τὸ (Α) [[επιφημίζω]]<br />[[λέξη]] που προοιωνίζει [[κάτι]], καλό ή [[κακό]] («ἀντὶ δ’ εὐχῆς καὶ παιάνων μεθ’ ὧν ἐξέπλεον [[πάλιν]] τούτων τοῖς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾱσθαι», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιφήμισμα]], τὸ (Α) [[επιφημίζω]]<br />[[λέξη]] που προοιωνίζει [[κάτι]], καλό ή [[κακό]] («ἀντὶ δ’ εὐχῆς καὶ παιάνων μεθ’ ὧν ἐξέπλεον [[πάλιν]] τούτων τοῖς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾶσθαι», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:04, 28 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφήμισμα Medium diacritics: ἐπιφήμισμα Low diacritics: επιφήμισμα Capitals: ΕΠΙΦΗΜΙΣΜΑ
Transliteration A: epiphḗmisma Transliteration B: epiphēmisma Transliteration C: epifimisma Beta Code: e)pifh/misma

English (LSJ)

ατος, τό, A word of ominous import : of ill omen, Th. 7.75; of good omen, J.AJ17.5.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1000] τό, ein Zuruf, Ausruf, der eine Vorbedeutung für die Zukunft enthält, ἀντὶ δ' εὐχῆς καὶ παιάνων, μεθ' ὧν ἐξέπλεον, πάλιν τούτων τοῖς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾶσθαι Thuc. 7, 75, mit Unglück bedeutenden Aeußerungen, Hesych. erkl. οἰώνισμα. Auch Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφήμισμα: τό, οἰώνισμα· ἐπὶ κακοῦ οἰωνοῦ, Θουκ. 7. 75· ἐπὶ ἀγαθοῦ οἰωνίσματος, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 7. 5, 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri de mauvais augure.
Étymologie: ἐπιφημίζω.

Greek Monolingual

ἐπιφήμισμα, τὸ (Α) επιφημίζω
λέξη που προοιωνίζει κάτι, καλό ή κακό («ἀντὶ δ’ εὐχῆς καὶ παιάνων μεθ’ ὧν ἐξέπλεον πάλιν τούτων τοῖς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾶσθαι», Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐπιφήμισμα: -ατος, τό, προοιώνισμα, λέξη προμαντέματος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφήμισμα: ατος τό (зло)вещий возглас, пророчащее беду слово Thuc.

Middle Liddell

ἐπιφήμισμα, ατος, τό, [from ἐπιφημίζω
a word of ominous import, Thuc.