ὅριος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅριος''': -ον, (ὅρος) ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ὅρια, [[Ζεὺς]] [[ὅριος]], ὁ [[φύλαξ]] τῶν συνόρων καὶ τῶν ὁρίων, [[ἤτοι]] τῶν σημείων ἰδιοκτησίας, Λατιν. Terminus, Πλάτ. Νόμ. 842Ε, Δημ. 86. 16, Διον. Ἁλ. 2. 74.
|lstext='''ὅριος''': -ον, (ὅρος) ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ὅρια, [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ὅριος]], ὁ [[φύλαξ]] τῶν συνόρων καὶ τῶν ὁρίων, [[ἤτοι]] τῶν σημείων ἰδιοκτησίας, Λατιν. Terminus, Πλάτ. Νόμ. 842Ε, Δημ. 86. 16, Διον. Ἁλ. 2. 74.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅριος:''' -ον ([[ὅρος]]), [[συνοριακός]], [[Ζεὺς]] [[ὅριος]], [[φύλακας]] των σημαδιών που καθορίζουν τα [[σύνορα]], Λατ. [[Terminus]], σε Δημ.
|lsmtext='''ὅριος:''' -ον ([[ὅρος]]), [[συνοριακός]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ὅριος]], [[φύλακας]] των σημαδιών που καθορίζουν τα [[σύνορα]], Λατ. [[Terminus]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὅριος]], ον, [[ὅρος]]<br />of boundaries, [[Ζεὺς]] [[ὅριος]] [[guardian]] of [[land]]-marks, Lat. [[Terminus]], Dem.
|mdlsjtxt=[[ὅριος]], ον, [[ὅρος]]<br />of boundaries, [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ὅριος]] [[guardian]] of [[land]]-marks, Lat. [[Terminus]], Dem.
}}
}}

Revision as of 10:25, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅριος Medium diacritics: ὅριος Low diacritics: όριος Capitals: ΟΡΙΟΣ
Transliteration A: hórios Transliteration B: horios Transliteration C: orios Beta Code: o(/rios

English (LSJ)

ον, (ὅρος) A of boundaries, Ζεὺς ὅριος guardian of boundaries and landmarks, Pl.Lg.842e, D.7.39. II = Lat. Terminus, D.H.2.74, Plu.Num.16.

German (Pape)

[Seite 378] die Gränze betreffend; Ζεὺς ὅριος, der Beschützer der Gränzen, Plat. Legg. VIII, 842 e, wie Dem. 7, 40; θεός, Plut. Num. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὅριος: -ον, (ὅρος) ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ὅρια, Ζεὺς ὅριος, ὁ φύλαξ τῶν συνόρων καὶ τῶν ὁρίων, ἤτοι τῶν σημείων ἰδιοκτησίας, Λατιν. Terminus, Πλάτ. Νόμ. 842Ε, Δημ. 86. 16, Διον. Ἁλ. 2. 74.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
protecteur des limites, des bornes en parl. de Zeus, du dieu Terme, à Rome.
Étymologie: ὅρος.

Greek Monotonic

ὅριος: -ον (ὅρος), συνοριακός, Ζεὺς ὅριος, φύλακας των σημαδιών που καθορίζουν τα σύνορα, Λατ. Terminus, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὅριος: пограничный, охраняющий рубежи (Ζεύς Plat.; θεός Plut.).

Middle Liddell

ὅριος, ον, ὅρος
of boundaries, Ζεὺς ὅριος guardian of land-marks, Lat. Terminus, Dem.