πανεργέτης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰνεργέτης''': -ου, ὁ, τὰ πάντα ἐνεργῶν, ἐκτελῶν, [[Ζεὺς]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1486. | |lstext='''πᾰνεργέτης''': -ου, ὁ, τὰ πάντα ἐνεργῶν, ἐκτελῶν, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1486. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 10:30, 30 July 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A all-effecting, Ζεύς A.Ag.1486 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 459] ὁ, der Alles Bewirkende, Διὸς πανεργέτα, Aesch. Ag. 1465.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνεργέτης: -ου, ὁ, τὰ πάντα ἐνεργῶν, ἐκτελῶν, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1486.
Spanish
que todo lo ha hecho, creador de todo
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως επίθετο του Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -εργέτης (< ἔργον + επίθημα -έτης, πρβλ. οἰκ-έτης: οἶκος), πρβλ. κακ-εργέτης].
Greek Monotonic
πᾰνεργέτης: -ου, ὁ (*ἔργω), αυτός που εκτελεί τα πάντα, Δωρ. γεν. -εργέτα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνεργέτης: дор. πᾰνεργέτᾱς, ᾱ adj. m все созидающий (Ζεύς Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανεργέτης -ου, Dor. πανεργέτᾱς [πᾶς, ἔργον] alles volbrengend, epithet van Zeus.
Middle Liddell
πᾰν-εργέτης, ου, ὁ, [*ἔργω
all-effecting, doric gen. -εργέτα Aesch.