υποδούλωση: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(43)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υποδουλώνω]], [[στέρηση]] της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας κάποιου με την [[υπαγωγή]] του στην [[κυριαρχία]] άλλου, [[καθυπόταξη]], [[σκλάβωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υποδουλώνω]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>ὑποδούλωσις</i>, μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου].
|mltxt=η, Ν<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υποδουλώνω]], [[στέρηση]] της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας κάποιου με την [[υπαγωγή]] του στην [[κυριαρχία]] άλλου, [[καθυπόταξη]], [[σκλάβωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υποδουλώνω]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>[[ὑποδούλωσις]]</i>, μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου].
}}
}}

Latest revision as of 14:34, 13 August 2022

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποδουλώνω, στέρηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας κάποιου με την υπαγωγή του στην κυριαρχία άλλου, καθυπόταξη, σκλάβωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποδουλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδούλωσις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].