ἀκμής: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκμής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> неутомленный, свежий ([[ἄνδρες]] Hom.; φύλακες Plut.; [[ἀθλητής]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> незыблемый, неприступный (πύλαι Ὀλύμπου Anth.). | |elrutext='''ἀκμής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[неутомленный]], [[свежий]] ([[ἄνδρες]] Hom.; φύλακες Plut.; [[ἀθλητής]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[незыблемый]], [[неприступный]] (πύλαι Ὀλύμπου Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κάμνω]], = [[ἀκάμας]]<br />[[untiring]], [[unwearied]], Il., Soph. | |mdlsjtxt=[[κάμνω]], = [[ἀκάμας]]<br />[[untiring]], [[unwearied]], Il., Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 19 August 2022
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, also as neut., Paus.6.15.5: (κάμνω):—A untiring, unwearied, Il.11.802, 15.697, S.Ant.353; πύλαι ἀ. Ὀλύμπου AP9.526 (Alph.):—also in late Prose, D.H.9.14, Paus. l.c., Plu.Cim.13, Onos.22.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὡσαύτως ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: (κάμνω): = ἀκάμας, ὁ μὴ ἀποκάμνων, ἀκαταπόνητος, Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 (ἔνθα κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ, τό)
non fatigué, frais.
Étymologie: ἀ, κάμνω.
English (Autenrieth)
ῆτος (κάμνω): unwearied, only pl. (Il.)
Spanish (DGE)
-ῆτος
• Grafía: graf. fon. ἀγμής Eust.885.9
• Morfología: [neutr. en Paus.6.15.5]
1 incansable de pers. ἀκμῆτες κεκμηότας ὤσαισθε Il.11.802, cf. 16.44, 15.697, Plu.Cim.13, σῶμα Paus.6.15.5, θεός Ph.1.155, cf. D.H.2.55, Zonar.s.u. ἀκμήτης
•esp. en el ejército de refresco στρατός Hdn.3.7.4, δύναμις D.H.9.14, como subst. οὐκ ὀλίγον ὤνησαν ἀκμῆτες las tropas de refresco ayudaron no poco Onas.22.1
•tb. de anim. ταῦρος S.Ant.352
•fig. ἀκμῆτες λόγοι vigorosos (junto a ἀνθηροί) Him.63.6
•incesante Ph.1.360.
2 intocado, entero προτομὰ ἀ. Antip.Sid.3654P.
•inmarcesible, eterno πύλαι ἀκμῆτες Ὀλύμπου AP 9.526 (Alph.).
Greek Monolingual
ἀκμὴς (-ῆτος), ο, η (στον Παυσ. και ως ουδ.) και ἄκμητος, -ον (Α)
ακούραστος, ακαταπόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κμης, μηδενισμένη βαθμίδα της δισύλλαβης ρίζας καμᾶ- (πρβλ. κάμα-τος) του ρήματος κάμνω.
Greek Monotonic
ἀκμής: -ῆτος, ὁ, ἡ (κάμνω) = ἀκάμας, ακούραστος, ακαταπόνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκμής: ῆτος adj.
1) неутомленный, свежий (ἄνδρες Hom.; φύλακες Plut.; ἀθλητής Luc.);
2) незыблемый, неприступный (πύλαι Ὀλύμπου Anth.).