ἀνεπιχείρητος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνεπιχείρητος:'''<br /><b class="num">1)</b> неприступный, неодолимый (τινι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не предпринятый, не начатый ([[ἄρρητος]] καὶ ἀ. Plut.). | |elrutext='''ἀνεπιχείρητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неприступный]], [[неодолимый]] (τινι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не предпринятый, не начатый ([[ἄρρητος]] καὶ ἀ. Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A unassailable, Plu.Caes.25; = ἀνεπιβούλευτος, Hsch. 2 unattempted, Plu.2.1075d.
German (Pape)
[Seite 225] nicht anzugreifen, nicht zu überwältigen, Plut. Cleom. 3; adv. Stoic. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιχείρητος: -ον, ἀπρόσβλητος, ἀπροσμάχητος, Πλουτ. Κλεομ. 3. 2) ὁ μὴ ἐπιχειρηθείς, ὁ αὐτ. 2. 1075Δ. - «ἀνεπιχείρητοι, ἀνεπιβούλευτοι» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non entrepris;
2 inattaquable.
Étymologie: ἀ, ἐπιχειρέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no ha sido intentado τῶν ἀτοπωτάτων οὐδέν ninguna de las cosas más insólitas Plu.2.1075d
•inalterado, intacto φυλαχθῆναι τὰ ἐψηφισμένα ... ἀνεπιχείρητα IGR 4.661.17 (Acmonia I d.C.)
•no expuesto a ataques Hsch.
2 imposible ἐδόκουν ἀνεπιχείρητα Καίσαρι τὰ τῶν ἀφισταμένων ποιεῖν (estas cosas) parecían hacer imposible a César oponerse a los planes de los rebeldes Plu.Caes.25.
Greek Monolingual
ἀνεπιχείρητος, -ον (AM)
μσν.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να επιχειρήσει κάποιος, ακατόρθωτος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει επιχειρηθεί
2. απρόσβλητος, ακαταμάχητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιχείρητος:
1) неприступный, неодолимый (τινι Plut.);
2) не предпринятый, не начатый (ἄρρητος καὶ ἀ. Plut.).