ἀνέτοιμος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνέτοιμος:'''<br /><b class="num">1)</b> неготовый Polyb., Diod.;<br /><b class="num">2)</b> недостижимый, неуловимый (ἀνέτοιμα διώκειν Hes. ap. Plut.).
|elrutext='''ἀνέτοιμος:'''<br /><b class="num">1)</b> неготовый Polyb., Diod.;<br /><b class="num">2)</b> [[недостижимый]], [[неуловимый]] (ἀνέτοιμα διώκειν Hes. ap. Plut.).
}}
}}

Revision as of 10:50, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέτοιμος Medium diacritics: ἀνέτοιμος Low diacritics: ανέτοιμος Capitals: ΑΝΕΤΟΙΜΟΣ
Transliteration A: anétoimos Transliteration B: anetoimos Transliteration C: anetoimos Beta Code: a)ne/toimos

English (LSJ)

ον, A unready, not ready, Plb.12.20.6, D.S.12.41, J.Vit. 22; εἴς τι APl.4.242 (Eryc.). Adv. -ως, ἔχειν πρός τι App.Mith. 12. 2 out of reach, unattainable, ἀνέτοιμα διώκειν Hes.Fr.219.

German (Pape)

[Seite 226] nicht bereit, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes. fr. 118 Göttl.; compar., Pol. 12, 20; nicht gerüstet, Sp., εἰς γάμον Eryc. 6 (Plan. 242).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέτοιμος: -ον, ὁ μὴ ἕτοιμος, Πολύβ. 12. 20, 6. Διόδ. 12. 41˙ εἴς τι Ἀνθ. Πλαν. 242: ― ὁ μὴ ὢν ἐν χερσὶν ἢ ἐν τῇ ἐξουσίᾳ τινός, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπών, ἀνέτοιμα διώκει, «ἀφίνει τὰ ἥμερα καὶ ζητεῖ τὰ ἄγρια» (Ἡσ.;) παρὰ Πλουτ. 2. 505D.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inalcanzable τὰ ἑτοῖμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes.Fr.61.
2 no preparado, no dispuesto de una falange desorganizada, Plb.12.20.6, εἰς γάμον οὐκ ἀ. AP 16.242 (Eryc.).
II adv. -ως sin estar preparado ἀ. ἔχοντος πρὸς ἄμυναν App.Mith.12.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέτοιμος, -ον)
αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροπαρασκεύαστος, απροετοίμαστος
2. αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, ακάμωτος
αρχ.
ανέφικτος, ακατόρθωτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέτοιμος:
1) неготовый Polyb., Diod.;
2) недостижимый, неуловимый (ἀνέτοιμα διώκειν Hes. ap. Plut.).