δασύπους: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δᾰσύπους:''' ποδος ὁ («мохноногий»):<br /><b class="num">1)</b> заяц (Lepus [[timidus]]) Arst.;<br /><b class="num">2)</b> кролик (Lepus [[cuniculus]]) Plut. | |elrutext='''δᾰσύπους:''' ποδος ὁ («мохноногий»):<br /><b class="num">1)</b> [[заяц]] (Lepus [[timidus]]) Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[кролик]] (Lepus [[cuniculus]]) Plut. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:30, 19 August 2022
English (LSJ)
ποδος, ὁ, A rough-foot, hairy-footed, i.e. hare, Lepus timidus, Cratin.400, Alc.Com.17, Antiph.133.6, Arist.HA511a31, LXXLe.11.5, etc.; λαγωὸς δ. Babr. 69.1: prov., χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα = the tortoise shall outrun the hare, Suid. II in Plin., Prob. rabbit, Lepus cuniculus, HN 8.219, 10.173.
German (Pape)
[Seite 524] οδος, ὁ, der Rauchfuß, d. i. der Haase, Arist. H. A. öfter; Cratin. Poll. 5, 68 u. a. eom.; Ath. IX, 402 e; vgl. Plin. H. N. IX, 57, der den dasypus vom Hafen unterscheidet.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύπους: ποδος, ὁ, ὁ δασὺν ἔχων πόδα, δηλ. λαγωός, Lepus timidus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 108, Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλιστ. 1, Ἀντιφ. Κυκλ. 2, κτλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ.· λαγωὸς ὁ δ. Βαβρ. 69. 1. ΙΙ. παρὰ Πλιν. πιθ. κόνικλος, Lepus cuniculus, 8. 81., 10. 83.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ) :
sorte de lièvre à pattes velues (lepus timidus), animal.
Étymologie: δασύς, πούς.
Spanish (DGE)
(δᾰσύπους) -ποδος, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
zool.
1 liebre, Lepus timidus o Lepus europaeus Cratin.434, Alc.Com.17, Antiph.131.6, Nausicr.2, Arist.HA 511a31, IG 12(2).72.5 (Mitilene III/II a.C.), LXX Le.11.5, De.14.7, Plu.2.730a, 971a, Hsch., prov. πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα Sud.
2 prob. conejo, Oryctolagus cuniculus Plin.HN 8.219, 10.173.
Greek Monolingual
ο (AM δασύπους, -οδος)
όποιος έχει μαλλιαρά πόδια
νεοελλ.
γένος θηλαστικών της οικογένειας τών δασυποδιδών
αρχ.
1. ο λαγός
2. (παροιμ. φρ. «χελώνη παραδραμείται δασύποδα» — η χελώνα θα ξεπεράσει τον λαγό.
Greek Monotonic
δᾰσύπους: -ποδος, αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια, δηλ. ο λαγός, σε Αριστ.· λαγωὸς ὁ δ., σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύπους: ποδος ὁ («мохноногий»):
1) заяц (Lepus timidus) Arst.;
2) кролик (Lepus cuniculus) Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασύπους -οδος, ὁ haas.