ἀφύσικος: Difference between revisions
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀφύσικος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> не соответствующий законам природы, неестественный Sext.;<br /><b class="num">2)</b> лишенный дарования, бездарный Diog. L. | |elrutext='''ἀφύσικος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[не соответствующий законам природы]], [[неестественный]] Sext.;<br /><b class="num">2)</b> [[лишенный дарования]], [[бездарный]] Diog. L. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 19 August 2022
English (LSJ)
[ῠ], A unphilosophical, unscientific, Arist. ap. S.E.M.10.46. 2 contrary to the laws of nature, ib.250.
German (Pape)
[Seite 416] ohne natürliche Anlagen, Diog. L. 7, 170.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύσικος: [ῠ], ὁ μὴ παραδεχόμενος τὰ πορίσματα τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 250. ΙΙ. ὁ μὴ σύμφωνος τῇ φύσει, ὁ μὴ φυσικός, Θεοδώρητ.
Spanish (DGE)
-ον
1 antifísico de Parménides y Meliso, según Aristóteles, Arist.Fr.9 p.77 Ross, cf. S.E.M.10.250.
2 sobrenatural μυστηρίου εἴδησις Alex.Al.Ep.Alex.21.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφύσικος, -ον)
αυτός που δεν είναι φυσικός, ο αντίθετος προς του νόμους της φύσης
νεοελλ.
1. προσποιητός, ασυνήθιστος
2. υπερβολικά μεγάλος
3. αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο πέος
4. αισχρός, βδελυρός
5. σεξουαλικά διεστραμμένος
6. άσχημος, δύσμορφος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφύσικος: (ῠ)
1) не соответствующий законам природы, неестественный Sext.;
2) лишенный дарования, бездарный Diog. L.