ὑφαίρεσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑφαίρεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> тайное отнятие, лишение (τινος Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[ослабление]], [[смягчение]] (τῶν ὑποκειμένων Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> грам. опущение буквы.
|elrutext='''ὑφαίρεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[тайное отнятие]], [[лишение]] (τινος Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[ослабление]], [[смягчение]] (τῶν ὑποκειμένων Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> грам. опущение буквы.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑφαίρεσις]], εως,<br />a [[taking]] [[away]] from under, a purloining, ap. Dem. [from [[ὑφαιρέω]]
|mdlsjtxt=[[ὑφαίρεσις]], εως,<br />a [[taking]] [[away]] from under, a purloining, ap. Dem. [from [[ὑφαιρέω]]
}}
}}

Revision as of 17:30, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφαίρεσις Medium diacritics: ὑφαίρεσις Low diacritics: υφαίρεσις Capitals: ΥΦΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: hyphaíresis Transliteration B: hyphairesis Transliteration C: yfairesis Beta Code: u(fai/resis

English (LSJ)

εως, ἡ, A taking away from under, ἰγνυῶν ὑ., in wrestling, Sopat. ap. Sch.T.Il.23.729. 2 purloining, pilfering, τοῦ γραμματείου from the clerks' office, Test. ap. D.45.61; ζεύγους χεροψελίων ὑ. ποιεῖσθαι PSI10.1128.23 (iii A. D.), cf. MitteisChr.372 ii 8, iii 5 (ii A. D.). 3 subtraction, ἑνός Ph.1.574; reduction, τοῦ μεγέθους Diog.Oen.39; οἴνου καὶ τροφῆς Sor.1.46. II ὑφαίρεσιν ποιεῖσθαι τῶν ὑποκειμένων to undertake the moderation or mitigation of... Plb.15.8.13. III in Gramm., omission of a letter, Sch. Ar. Av.149, EM389.6: opp. συγκοπή (which involves loss of a syllable), Hdn.Gr.2.247.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαίρεσις: -εως, ἡ, τὸ ἀφαιρεῖν κάτωθεν, ἰγνύων ὑφ., ἐν τῇ πάλῃ, Σώπατ. παρὰ τῷ Σχολιαστ. Ἰλ. Ψ. 729. 1) τὸ κλέπτειν, ὑποκλέπτειν, ὑφαίρεσις τοῦ γραμματείου, ἐκ τοῦ γραφείου τοῦ γραμματέως, παρὰ Δημ. 1120. 4. ΙΙ. ὑφαίρεσίν τινος ποιεῖσθαι, ἀναλαμβάνειν τὴν τροποποίησιν ἢ μετρίασιν πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 8, 13. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ἀποβολὴ γράμματος, «Λέπρεον καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ ι τὸ Λέπρειον εἶπεν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 149· «τὰ εἰς δος λήγοντα... εὑρίσκομεν παρ’ Ἴωσι καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ δ λεγόμενα» Ἐτυμ. Μ. 42, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑφαίρεσις· μείωσις, στέρησις».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de retrancher.
Étymologie: ὑφαιρέω.

Greek Monotonic

ὑφαίρεσις: -εως, ἡ, λαθραία αφαίρεση, υπεξαίρεση, κλεψιά, παρά Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφαίρεσις: εως ἡ
1) тайное отнятие, лишение (τινος Dem.);
2) ослабление, смягчение (τῶν ὑποκειμένων Polyb.);
3) грам. опущение буквы.

Middle Liddell

ὑφαίρεσις, εως,
a taking away from under, a purloining, ap. Dem. [from ὑφαιρέω