δείνωσις: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δείνωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[раздувание]], [[преувеличение]] ([[ἐλεεινολογία]] καὶ δ. Plat.; σχετλιασμὸς καὶ δ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> возбуждение, раздражение, негодование (ἢ οἶκτον ἢ δείνωσιν φέρειν Arst.): [[λόγος]] περιπαθὴς εἰς δείνωσιν Plut. пламенная или зажигательная речь. | |elrutext='''δείνωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[раздувание]], [[преувеличение]] ([[ἐλεεινολογία]] καὶ δ. Plat.; σχετλιασμὸς καὶ δ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[возбуждение]], [[раздражение]], [[негодование]] (ἢ οἶκτον ἢ δείνωσιν φέρειν Arst.): [[λόγος]] περιπαθὴς εἰς δείνωσιν Plut. пламенная или зажигательная речь. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:40, 19 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A exaggeration or exacerbation, Pl.Phdr.272a, Quint.Inst.6.2.24, Longin.11.2, 12.5 (pl.), Demetr. Eloc.130; αὔξησις καὶ δ. D.H.Vett.Cens.2.5, cf. Lys.19 (pl.). II indignation, Arist.Rh.1417a13, 1419b26. 2 frowning, ὀφρύες δεινώσιος μετέχουσαι Hp.Acut.42.
German (Pape)
[Seite 539] ἡ, das Schrecklich-, Großmachen, das Übertreiben, Plat. Phaedr. 272 a; Plut. Flam. 18; auch als rhetorische Figur, Arist. rhet. 2, 21; vgl. Quinct. 6, 2, 24.
Greek (Liddell-Scott)
δείνωσις: -εως, ἡ, (δεινόω) ἐξόγκωσις, ὑπερβολικὴ μεγαλοποίησις, Πλάτ. Φαίδρ. 272Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 10., 24, 4. ΙΙ. δ. ὀφρύων, τὸ συνοφρυοῦσθαι, τὸ συσπᾶν τὰς ὀφρῦς, Ἱππ. Ὀξ. 391.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
exagération (de dangers, d’inconvénients, etc.).
Étymologie: δεινόω.
Spanish (DGE)
v. δίνωσις.
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Hp.Acut.42]
I ret.
1 vehemencia, exaltación, exageración en la forma del discurso o en su tema Pl.Phdr.272a, Arist.Rh.1395a9, 1401b3, χρῆται ... αὐταῖς Ὅμηρος καὶ πρὸς δείνωσιν ... καὶ ἔμφασιν Demetr.Eloc.130, cf. D.H.Imit.2.5, Longin.11.2, 12.5, Quint.Inst.6.2.24, ἐνέμειξε τοῖς ἐπαίνοις οἶκτον ἅμα καὶ δείνωσιν ἐπί τῷ πάθει mezcló en su panegírico la lamentación con la vehemencia para subrayar la desgracia Plu.Ant.14, cf. Flam.18, TG 2.
2 sentimiento de indignación, sobrecogimiento o vehemencia que se provoca en el oyente, Arist.Rh.1417a13, 1419b26.
3 poder oratorio, capacidad expresiva πειρῶνται δεικνύειν τῆς ἐνούσης αὐτοῖς ἀγχινοίας τὴν δείνωσιν intentan mostrar el poder oratorio propio de su sagacidad Cyr.Al.Apol.Orient.p.62.23, λόγων ἔχοντες δείνωσιν Cyr.Al.M.70.944D, δείνωσιν· δύναμιν. δεινότητα Hsch., cf. Sud.
II no ret. exageración ὀφρύες δεινώσιος μετέχουσαι fruncen el ceño exageradamente Hp.l.c.
Greek Monotonic
δείνωσις: -εως, ἡ (δεινόω), υπερβολή, μεγαλοποίηση, διόγκωση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δείνωσις: εως ἡ
1) раздувание, преувеличение (ἐλεεινολογία καὶ δ. Plat.; σχετλιασμὸς καὶ δ. Arst.);
2) возбуждение, раздражение, негодование (ἢ οἶκτον ἢ δείνωσιν φέρειν Arst.): λόγος περιπαθὴς εἰς δείνωσιν Plut. пламенная или зажигательная речь.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείνωσις -εως, ἡ [δεινόω] overdrijving; geneesk.. ὀφρύες δεινώσιος μετέχουσαι de wenkbrauwen lijden aan overdreven fronsing Hp. Acut. 42. verontwaardiging.
Middle Liddell
δεινόω
exaggeration, Plat.