μνηστεία: Difference between revisions
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μνηστεία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> старание, домогательство: [[ἔτι]] ἐν μνηστείᾳ εἶναι Plat. быть все еще предметом домогательств, т. е. не быть еще достигнутым;<br /><b class="num">2)</b> [[искание руки]], [[сватовство]] Plut., Luc. | |elrutext='''μνηστεία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[старание]], [[домогательство]]: [[ἔτι]] ἐν μνηστείᾳ εἶναι Plat. быть все еще предметом домогательств, т. е. не быть еще достигнутым;<br /><b class="num">2)</b> [[искание руки]], [[сватовство]] Plut., Luc. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μνηστεία]], ἡ,<br />a [[wooing]], [[courting]], Plat. | |mdlsjtxt=[[μνηστεία]], ἡ,<br />a [[wooing]], [[courting]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:30, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A wooing, courtship, Antip.Stoic.3.254, J.AJ17.1.2 (pl.), Plu.Cat.Mi.30, Luc.DDeor.20.14; πλεῖν ἐπὶ μνηστείᾳ τῶν ἴσων J.AJ18.7.1: f.l. for ἀμνηστία in Pl.Mx.239c.
German (Pape)
[Seite 195] ἡ, das Freien, die Werbung; Plut. Cat. min. 30; Luc. D. D. 20, 14. – Plat. Menex. 239 c ist ἔτι τ' ἐστὶν ἐν μνηστείᾳ richtige Lesart für ἀμνηστία, wonach man noch strebt.
Greek (Liddell-Scott)
μνηστεία: ἡ, ζήτησις γυναικός, ἀρραβώνισμα, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 30, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 14· μεταφορ., ἐπὶ μεγάλων γεγονότων, ἔτι ἐν μν. εἶναι, ἀκόμη ἐπιζητοῦσι τὴν εὔνοιαν τοῦ ποιητοῦ, Πλάτ. Μενέξ. 239C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μνήστεια· γάμου δῶρα».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
recherche en mariage.
Étymologie: μνηστεύω.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μνηστεία) μνηστεύω
νεοελλ.
ο χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου είναι κανείς αρραβωνιασμένος («η μνηστεία μου διήρκεσε δύο χρόνια»)
νεοελλ.-μσν.
αμοιβαία υπόσχεση σύναψης γάμου, αρραβώνας («εκείνας τας ημέρας έγινεν η μνηστεία και μετ' ολίγον... ο γάμος», Παπαδ.)
μσν.
φρ. «λαμβάνω κάποιον εἰς μνηστείαν» — μνηστεύομαι
μσν.-αρχ.
το να ζητά κανείς γυναίκα σε γάμο.
Greek Monotonic
μνηστεία: ἡ, αναζήτηση γυναίκας για γάμο, φλερτάρισμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μνηστεία: ἡ
1) старание, домогательство: ἔτι ἐν μνηστείᾳ εἶναι Plat. быть все еще предметом домогательств, т. е. не быть еще достигнутым;
2) искание руки, сватовство Plut., Luc.