περιαρμόζω: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιαρμόζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[прилаживать]], [[прикреплять]], [[приделывать]] (τί τινι Plut.; τι περί τι Arst.): πώγωνας περιηρμοσμέναι Arph. прицепив себе бороды;<br /><b class="num">2)</b> плотно прилегать (προσμένειν καὶ π. τινί Arst.). | |elrutext='''περιαρμόζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[прилаживать]], [[прикреплять]], [[приделывать]] (τί τινι Plut.; τι περί τι Arst.): πώγωνας περιηρμοσμέναι Arph. прицепив себе бороды;<br /><b class="num">2)</b> [[плотно прилегать]] (προσμένειν καὶ π. τινί Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:32, 19 August 2022
English (LSJ)
A fasten, fit on, Pl.Ax.366a; τοῖς θυρεοῖς κύκλῳ π. λεπίδα χαλκῆν Plu.Cam.40; τάφον τινί Philostr.Her.1.2:—Pass., of persons, πώγωνας περιηρμος μέναι having them fastened on, Ar.Ec.274; of things, to be fastened on, περί τι Arist.HA500a9; τῷ πέρατι Antyll. ap. Orib. 10.19.4; τοῖς σφυροῖς Jul.Or.2.57c. II intr., fit closely round, Arist.Mech.854a22.
German (Pape)
[Seite 569] ringsumher anfügen; ἡνίκ' ἂν τοὺς πώγωνας ἀκριβώσητε περιηρμοσμέναι, Ar. Eccl. 274; Plat. Ax. 366 a; im aor. περιήρμοσεν Plut., τινί, de adul. et am. discr. 6.
Greek (Liddell-Scott)
περιαρμόζω: προσαρμόζω τι κύκλῳ, Πλάτ. Ἀξ. 366Α· τοῖς θυρεοῖς π. λεπίδα χαλκῆν Πλουτ. Κάμιλλ. 40. ― Παθ., ἐπὶ προσώπων, πώγωνας περιηρμοσμέναι, ἔχουσαι προσδεδεμένους πώγωνας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 271· ἐπὶ πραγμάτων, προσαρτῶμαι ἐπί τινος, ἐπιδένομαι, περί τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 37. ΙΙ. ἀμετάβ., στενῶς ἁρμόζω πανταχόθεν, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 21, 1.
French (Bailly abrégé)
ajuster tout autour : τινί τι PLUT une chose à une autre.
Étymologie: περί, ἁρμόζω.
Greek Monolingual
Α
1. προσαρμόζω κάτι ολόγυρα («τοῖς δὲ θυρεοῖς κύκλῳ, περιήρμοσε λεπίδα χαλκῆν», Πλούτ.)
2. είμαι στενά συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές
3. μέσ. περιαρμόζομαι
φορώ
4. παθ. (για πράγματα) είμαι προσαρτημένος πάνω σε κάτι («περὶ ὃ δὲ τοῦτο περιήρμοσται τὸ στερεὸν ἐκ τῶν ὀστῶν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
περιαρμόζω: προσαρμόζω κάτι σε κύκλο, τί τινι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
περιαρμόζω:
1) прилаживать, прикреплять, приделывать (τί τινι Plut.; τι περί τι Arst.): πώγωνας περιηρμοσμέναι Arph. прицепив себе бороды;
2) плотно прилегать (προσμένειν καὶ π. τινί Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-αρμόζω rondom bevestigen; ook med.: τούτους περιηρμοσμέναι met die (nepbaarden) aan jullie hoofd (vastgemaakt) Aristoph. Eccl. 274.
Middle Liddell
fut. σω
to fit on all round, τί τινι Plut.