πριστός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πριστός:''' [adj. verb. к [[πρίω]] I]<br /><b class="num">1)</b> [[пиленый]], [[обточенный]] ([[ἐλέφας]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> получившийся от пиления (ῥινήματα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[зазубренный]] ([[κνῆσμα]] Anth.). | |elrutext='''πριστός:''' [adj. verb. к [[πρίω]] I]<br /><b class="num">1)</b> [[пиленый]], [[обточенный]] ([[ἐλέφας]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[получившийся от пиления]] (ῥινήματα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[зазубренный]] ([[κνῆσμα]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:35, 19 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A sawn, ἐλέφας Od.18.196, 19.564; π. λόγχης ῥινήματα E.Fr.724; λίθος, of marble, J.AJ8.5.2; of a comb, π. ψήκτρης κνῆσμα AP6.233 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 702] adj. verb. von πρίω, gesägt, zerschnitten; ἐλέφας, zerschnittenes od. glatt gefeiltes Elfenbein, Od. 18, 196. 19, 564; ῥινήματα, Eur. bei Plut. de audit. 9; κνῆσμα, Qu. Maec. 6 (VI, 233).
Greek (Liddell-Scott)
πριστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πρίω, κεκομμμένος διὰ πρίονος, πριονιστός, ἐλέφας Ὀδ. Σ. 196, Τ. 564· πρ. λόγχης, ῥινήματα Εὐρ. Τήλεφ. 26· ἐπὶ κτενός, πρ. ψήστρης κνίσμα Ἀνθ. Π. 6. 233. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ πριονίσῃ, ἐπὶ μαρμάρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
scié.
Étymologie: adj. verb. de πρίω.
English (Autenrieth)
(πρίω): sawn, ivory, Od. 18.196 and Od. 19.564.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πριστός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος
2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός
αρχ.
1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει
2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» — στιλβωμένο ελεφάντινο οστό, φίλντισι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» (για το -σ- βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ.].
Greek Monotonic
πριστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να πριονιστεί, να κοπεί, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πριστός: [adj. verb. к πρίω I]
1) пиленый, обточенный (ἐλέφας Hom.);
2) получившийся от пиления (ῥινήματα Eur.);
3) зазубренный (κνῆσμα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πριστός -ή -όν [1. πρίω] gezaagd.