ράθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥάθυμος]], ῥάθυμον, ΝΜΑ, και [[ῥᾴθυμος]], ῥᾴθυμον, Α<br />ο [[απρόθυμος]] για [[εργασία]], αυτός που δεν έχει καμία [[διάθεση]] για [[δράση]], [[νωθρός]], [[οκνηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αράθυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> (για ύφος λόγου) [[ανώμαλος]] ή [[ακατάστατος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[φροντίδα]], [[άνετος]], [[εύκολος]] («ῥάθυμον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον», Ισοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[ραθύμως]]</i> / <i>[[ῥαθύμως]]</i> ΝΜΑ, και [[ράθυμα]] Ν<br />με [[ραθυμία]], με [[νωθρότητα]], νωχελικότητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[απροσεξία]], [[επιπολαιότητα]] ή [[αμέλεια]]<br /><b>2.</b> με ψυχική [[ηρεμία]], ή και [[απάθεια]] («ταῦτα... ῥαθύμως φέρετε», Ανδοκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>ῥᾶ</i> /<i>ῥᾴ</i> «εύκολα, [[χωρίς]] κόπο» <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οξύ</i>-<i>θυμος</i>). Αμφίβολη θεωρείται η γρφ. του τ. με υπογεγραμμένη, [[γεγονός]] που θα προϋπέθετε [[παρουσία]] -<i>ι</i>- στο θ. της λ. (<b>πρβλ.</b> [[καλλίζωνος]]), <b>βλ.</b> και λ. <i>ῥᾶ</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ῥάθυμος]], ῥάθυμον, ΝΜΑ, και [[ῥᾴθυμος]], ῥᾴθυμον, Α<br />ο [[απρόθυμος]] για [[εργασία]], αυτός που δεν έχει καμία [[διάθεση]] για [[δράση]], [[νωθρός]], [[οκνηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αράθυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> (για ύφος λόγου) [[ανώμαλος]] ή [[ακατάστατος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[φροντίδα]], [[άνετος]], [[εύκολος]] («ῥάθυμον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον», Ισοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[ραθύμως]]</i> / <i>[[ῥαθύμως]]</i> ΝΜΑ, και [[ράθυμα]] Ν<br />με [[ραθυμία]], με [[νωθρότητα]], νωχελικότητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[απροσεξία]], [[επιπολαιότητα]] ή [[αμέλεια]]<br /><b>2.</b> με ψυχική [[ηρεμία]], ή και [[απάθεια]] («ταῦτα... ῥαθύμως φέρετε», Ανδοκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[ῥᾶ]] / [[ῥᾴ]] «εύκολα, [[χωρίς]] κόπο» <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]» (<b>πρβλ.</b> [[οξύθυμος]]). Αμφίβολη θεωρείται η γρφ. του τ. με υπογεγραμμένη, [[γεγονός]] που θα προϋπέθετε [[παρουσία]] -<i>ι</i>- στο θ. της λ. (<b>πρβλ.</b> [[καλλίζωνος]]), <b>βλ.</b> και λ. <i>ῥᾶ</i>].
}}
}}

Revision as of 07:28, 20 August 2022

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥάθυμος, ῥάθυμον, ΝΜΑ, και ῥᾴθυμος, ῥᾴθυμον, Α
ο απρόθυμος για εργασία, αυτός που δεν έχει καμία διάθεση για δράση, νωθρός, οκνηρός
νεοελλ.
αράθυμος
αρχ.
1. επιπόλαιος
2. (για ύφος λόγου) ανώμαλος ή ακατάστατος
3. αυτός που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα, άνετος, εύκολος («ῥάθυμον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον», Ισοκρ.).
επίρρ...
ραθύμως / ῥαθύμως ΝΜΑ, και ράθυμα Ν
με ραθυμία, με νωθρότητα, νωχελικότητα
αρχ.
1. με απροσεξία, επιπολαιότητα ή αμέλεια
2. με ψυχική ηρεμία, ή και απάθεια («ταῦτα... ῥαθύμως φέρετε», Ανδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ῥᾶ / ῥᾴ «εύκολα, χωρίς κόπο» + θυμός «ψυχή» (πρβλ. οξύθυμος). Αμφίβολη θεωρείται η γρφ. του τ. με υπογεγραμμένη, γεγονός που θα προϋπέθετε παρουσία -ι- στο θ. της λ. (πρβλ. καλλίζωνος), βλ. και λ. ῥᾶ].