στοιχειωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στοιχειωτικός:''' первичный, элементарный, основной Diog. L.
|elrutext='''στοιχειωτικός:''' [[первичный]], [[элементарный]], [[основной]] Diog. L.
}}
}}

Revision as of 10:50, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχειωτικός Medium diacritics: στοιχειωτικός Low diacritics: στοιχειωτικός Capitals: ΣΤΟΙΧΕΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stoicheiōtikós Transliteration B: stoicheiōtikos Transliteration C: stoicheiotikos Beta Code: stoixeiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A elementary, Epicur.Fr.242. 2 serial, ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al.l.3.

German (Pape)

[Seite 946] zum στοιχειωτής od. zur στοιχείωσις gehörig, elementarisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχειωτικός: -ή, -όν, στοιχειώδης, Διογ. Λ. 10. 30· διδαχή, φιλοσοφία Κλήμ. Ἀλ. 673, 771. ΙΙ. μαγικός, Βυζ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ, σ. 46.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ στοιχειωτής
στοιχειώδης («στοιχειωτικὴ παίδων διδασκαλία», Κλήμ. Αλ.)
μσν.
μαγικός («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)
αρχ.
αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη σειρά ή τάξη («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς λόγος», Παύλ.).

Russian (Dvoretsky)

στοιχειωτικός: первичный, элементарный, основной Diog. L.