ἐνομιλέω: Difference between revisions
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνομῑλέω:''' общаться, знакомиться, осваиваться (τοῖς ἤθεσί τινος ἐνωμιληκώς Plut.). | |elrutext='''ἐνομῑλέω:''' [[общаться]], [[знакомиться]], [[осваиваться]] (τοῖς ἤθεσί τινος ἐνωμιληκώς Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt== [[ὁμιλέω]] ἐν]<br />to be well acquainted with a [[thing]], c. dat., Plut. | |mdlsjtxt== [[ὁμιλέω]] ἐν]<br />to be well acquainted with a [[thing]], c. dat., Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 20 August 2022
English (LSJ)
A = ὁμιλέω ἐν... D.C.43.15; τοῖς ἀνθρωπείοις καὶ φθαρτοῖς Ph.1.363, al. II to be well acquainted with, πολλὰ τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plu.Ant.41. III Pass., to be made familiar, εὐθὺς ἐκ παιδίων -ημέναι δόξαι Polystr.p.32 W.
German (Pape)
[Seite 849] darin verkehren, Sp.; τῇ πόλει Philostr., τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plut. Anton. 41, damit bekannt geworden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνομιλέω: ὁμιλέω ἐν, Δίων Κ. 43. 15, κλ. ΙΙ. συναναστρέφομαι, λαμβάνω, πεῖραν, γνωρίζω, Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκὼς Πλουτ. Ἀντών. 41.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se familiariser avec, τινι.
Étymologie: ἐν, ὁμιλέω.
Spanish (DGE)
I pres. y aor.
1 c. suj. y dat. de pers. tener trato, relacionarse προσποιητῶς ὑμῖν ἐνωμίλησα D.C.43.15.5, cf. Cyr.Al.Luc.1.132.15, ref. a rel. sex. ταῖς τῶν ἀνθρώπων ... ἐνομιλήσαντες θυγατράσιν Meth.Res.1.37, de las Amazonas ἀνδράσι μὲν δὴ ἐνομιλεῖν οὐ παρέχειν σφας Philostr.Her.75.19
•fig. c. suj. y dat. abstr. armonizar, congeniar, acomodarse ἡδονὴ δὲ προτέραις ... ἐνομιλεῖ ταῖς αἰσθήσεσι Ph.1.40, tb. c. suj. de pers. πάσαις οὖν ταῖς εἰρημέναις δυνάμεσιν ὁ ἀσκητὴς ἐνομιλεῖ Ph.1.523, τὰ λαμπρὰ ἐκεῖνα, οἷς ποτε ἐνωμίλησα Ph.2.541, cf. Cyr.Al.M.76.1001B.
2 c. dat. de lugar residir μὴ ... νενομίσθαι τοὺς ξένους ἐνομιλεῖν τῇ πόλει Philostr.VA 2.23, cf. 6.20, Ἔρως ... οὐρανῷ ... ἐνωμίλει Him.10.9.
3 prenderse, engancharse fig. τοῖς Ἰησοῦ δικτύοις Bas.Sel.Or.M.85.337A.
II en perf.
1 estar habituado a o familiarizado con, estar hecho a τοῖς δὲ ἀνθρωπείοις ... μάλιστ' ἐνωμιληκώς Ph.1.363, πολλὰ τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plu.Ant.41, Ἐπιμενίδην ... πράγμασιν ἐνωμιληκότα πολιτικοῖς Plu.2.784b, τῇ ἀληθείᾳ Didym.in Ps.cat.887.
2 en v. med., c. suj. abstr. serle familiar a uno ἐκ παιδίων ἐνωμιλημένας ἔχομεν δόξας Polystr.Contempt.32.24.
Greek Monotonic
ἐνομῑλέω: = ὁμιλέω ἐν, έρχομαι σε γνωριμία με κάτι, εξοικειώνομαι, με δοτ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνομῑλέω: общаться, знакомиться, осваиваться (τοῖς ἤθεσί τινος ἐνωμιληκώς Plut.).
Middle Liddell
= ὁμιλέω ἐν]
to be well acquainted with a thing, c. dat., Plut.