αἱμακτός: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἱμακτός:''' смешанный с кровью, кровавый (ῥανίδες Eur.).
|elrutext='''αἱμακτός:''' [[смешанный с кровью]], [[кровавый]] (ῥανίδες Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμακτός Medium diacritics: αἱμακτός Low diacritics: αιμακτός Capitals: ΑΙΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: haimaktós Transliteration B: haimaktos Transliteration C: aimaktos Beta Code: ai(makto/s

English (LSJ)

ή, όν, A mingled with blood, of blood, E.IT645 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμακτός: ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ αἱμάσσω, ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: αἱμάσσω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
sangriento χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.IT 645.

Greek Monotonic

αἱμακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱμάσσω, αυτός που έχει αναμιχθεί με αίμα, αυτός που αποτελείται από αίμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμακτός: смешанный с кровью, кровавый (ῥανίδες Eur.).

Middle Liddell

verb. adj. of αἱμάσσω
mingled with blood, of blood, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμακτός -ή -όν αἱμάττω van bloed, bloed-.