διασπαρακτός: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
m (Text replacement - "]]del " to "]] del ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διασπᾰρακτός:''' разорванный на части, растерзанный ([[σῶμα]] Πενθέως Eur.).
|elrutext='''διασπᾰρακτός:''' [[разорванный на части]], [[растерзанный]] ([[σῶμα]] Πενθέως Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [from διασπᾰράσσω]<br />[[torn]] to pieces, Eur.
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [from διασπᾰράσσω]<br />[[torn]] to pieces, Eur.
}}
}}

Revision as of 11:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπᾰρακτός Medium diacritics: διασπαρακτός Low diacritics: διασπαρακτός Capitals: ΔΙΑΣΠΑΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: diasparaktós Transliteration B: diasparaktos Transliteration C: diasparaktos Beta Code: diasparakto/s

English (LSJ)

ή, όν, A torn to pieces, E.Ba.1220, Ael.NA12.7.

German (Pape)

[Seite 603] zerrissen, Eur. Bacch. 1218.

Greek (Liddell-Scott)

διασπαρακτός: -ή, -όν, κατεσπαραγμένος, εἰς τεμάχια κατεσχισμένος, Εὐρ. Βάκχ. 1220, Αἰλ. π. Ζ. 12. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mis en lambeaux, déchiré.
Étymologie: διασπαράσσω.

Spanish (DGE)

(διασπᾰρακτός) -ή, -όν
despedazado, destrozado del cuerpo de Penteo, E.Ba.1220
troceado, descuartizado διασπαρακτὰ κεῖται (κρέα βοῶν) γυμνὰ ὀστῶν Ael.NA 12.7.

Greek Monotonic

διασπᾰρακτός: -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd.

Russian (Dvoretsky)

διασπᾰρακτός: разорванный на части, растерзанный (σῶμα Πενθέως Eur.).

Middle Liddell

adj [from διασπᾰράσσω]
torn to pieces, Eur.