θηλυμανής: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θηλῠμᾰνής:''' сведенный с ума женщинами, страстно влюбленный в женщин (πόθοι Anth.).
|elrutext='''θηλῠμᾰνής:''' [[сведенный с ума женщинами]], [[страстно влюбленный в женщин]] (πόθοι Anth.).
}}
}}

Revision as of 11:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυμᾰνής Medium diacritics: θηλυμανής Low diacritics: θηλυμανής Capitals: ΘΗΛΥΜΑΝΗΣ
Transliteration A: thēlymanḗs Transliteration B: thēlymanēs Transliteration C: thilymanis Beta Code: qhlumanh/s

English (LSJ)

ές, A mad after women, AP5.18 (Rufin.); Πόθοι Id.9.16 (Mel.); of animals, ἵπποι θ. LXXJe.5.8. II Act., maddening women, κροτάλων θ. ὄτοβοι Antim.Eleg.17:—hence θηλυ-μᾰνία, ἡ, Sch.Opp.H.1.536, Cat.Cod.Astr. 2.177.

German (Pape)

[Seite 1207] ές, weibertoll, in Weiber rasend verliebt, πόθοι Mel. 54 (IX, 16), vgl. Ruf. 14 (V, 19); ὄτοβος κροτάλων Antimach. (IX, 321).

Greek (Liddell-Scott)

θηλυμᾰνής: -ές, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 5. 19., 9. 16. ΙΙ. ἐνεργ., εἰς μανίαν ἄγων τὰς γυναῖκας, θ. ὄτοβοι κροτάλων αὐτόθι 321.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ θηλυμανής, -ές)
(για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες
αρχ.
αυτός που οδηγεί σε μανία τις γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μανής (< ε-μάνην, παθ. αόρ. β' του μαίνομαι), πρβλ. γυναιμανής, θεομανής].

Russian (Dvoretsky)

θηλῠμᾰνής: сведенный с ума женщинами, страстно влюбленный в женщин (πόθοι Anth.).