καρατόμος: Difference between revisions
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰρᾱτόμος:''' отрубающий голову, обезглавливающий (σφαγαί Eur.). | |elrutext='''κᾰρᾱτόμος:''' [[отрубающий голову]], [[обезглавливающий]] (σφαγαί Eur.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, Act., beheading, c. gen., Ἑλλάδος Lyc. 187.
German (Pape)
[Seite 1325] den Kopf abschneidend, köpfend; σφαγαί Eur. Rhes. 606; τινός Lycophr. 187; – καράτομος, geköpft, enthauptet; Γοργώ Eur. Alc. 1121 Tr. 564; χλιδαὶ καρ., vom Haupt geschnitten, Soph. El. 52.
Greek Monolingual
καρατόμος, ὁ (Α)
αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο αποκεφαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (Ι) «κεφάλι» + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λατόμος, υλοτόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (πρβλ. και καράτομος)].
Russian (Dvoretsky)
κᾰρᾱτόμος: отрубающий голову, обезглавливающий (σφαγαί Eur.).