μεταφορητός: Difference between revisions
From LSJ
κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταφορητός:''' переносный, перемещаемый ([[τόπος]] Arst.). | |elrutext='''μεταφορητός:''' [[переносный]], [[перемещаемый]] ([[τόπος]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 20 August 2022
English (LSJ)
όν, A portable, ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist.Ph.209b29.
Greek (Liddell-Scott)
μεταφορητός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, φορητός, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18.
Greek Monolingual
μεταφορητός, -ή, -όν (Α) μεταφορώ
αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει κανείς, ο φορητός.
Russian (Dvoretsky)
μεταφορητός: переносный, перемещаемый (τόπος Arst.).