μετάπεμπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετάπεμπτος:''' призванный, вызванный (οἱ τῶν ἐθνέων τύραννοι Her.): ἐκ τῆς ἀρχῆς μ. Thuc. (Алкивиад), будучи отозван (в Афины и отстранен) от командования.
|elrutext='''μετάπεμπτος:''' [[призванный]], [[вызванный]] (οἱ τῶν ἐθνέων τύραννοι Her.): ἐκ τῆς ἀρχῆς μ. Thuc. (Алкивиад), будучи отозван (в Афины и отстранен) от командования.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετάπεμπτος]], ον<br />sent for, Hdt., Thuc. [from [[μεταπέμπω]]
|mdlsjtxt=[[μετάπεμπτος]], ον<br />sent for, Hdt., Thuc. [from [[μεταπέμπω]]
}}
}}

Revision as of 11:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάπεμπτος Medium diacritics: μετάπεμπτος Low diacritics: μετάπεμπτος Capitals: ΜΕΤΑΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: metápemptos Transliteration B: metapemptos Transliteration C: metapemptos Beta Code: meta/pemptos

English (LSJ)

ον, A sent for, Hdt.8.67, Th.6.29, X.An.1.4.3, Phld.Mus.p.86 K., etc.; μετάπεμπτα δικαστήρια, of the federal circuit-courts of the Lycian league, OGI 556.14 (i B. C.), IGRom.3.680.7 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 152] nach dem geschickt worden, herbeigeholt, vorgefordert; Her. 8, 67 Thuc. 6, 74 Xen. An. 1, 4, 3 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

μετάπεμπτος: -ον, ὃν μετεπέμψατό τις, ὁ προσκληθεὶς δι’ ἀπεσταλμένου, Ἡρόδ. 8. 67, Θουκ. 6. 29, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mandé.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.

Greek Monolingual

μετάπεμπτος, -ον (Α) πεμπτός
εκείνος τον οποίο προσκάλεσε κάποιος να έλθει μέσω απεσταλμένου («παρῆσαν μετάμεμπτοι οἱ τῶν ἐθνέων τῶν σφετέρων τύραννοι», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

μετάπεμπτος: -ον, αυτός που έχει αποσταλεί για κάποιο σκοπό, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετάπεμπτος: призванный, вызванный (οἱ τῶν ἐθνέων τύραννοι Her.): ἐκ τῆς ἀρχῆς μ. Thuc. (Алкивиад), будучи отозван (в Афины и отстранен) от командования.

Middle Liddell

μετάπεμπτος, ον
sent for, Hdt., Thuc. [from μεταπέμπω