τεφρώδης: Difference between revisions
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τεφρώδης:''' похожий на пепел, пепельный (γῆ Plut.). | |elrutext='''τεφρώδης:''' [[похожий на пепел]], [[пепельный]] (γῆ Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τεφρ-ώδης, ες [[εἶδος]] = [[τεφρός]], Babr., Plut.] | |mdlsjtxt=τεφρ-ώδης, ες [[εἶδος]] = [[τεφρός]], Babr., Plut.] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ες, A like ashes, Thphr.Ign.39, Babr.85.14, Plu.Them.8; τ. γῆ Str.16.2.44.
German (Pape)
[Seite 1102] ες, zsgzgn statt τεφροειδής, Plut. Them. 8, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
τεφρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τεφροειδής, Βαβρ. 85. 14, Πλουτ. Θεμιστ. 8.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui ressemble à la cendre, cendré.
Étymologie: τέφρα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / τεφρώδης, -ῶδες, ΝΑ τέφρα
αυτός που μοιάζει κατά το χρώμα με την τέφρα, σταχτής
νεοελλ.
1. γεμάτος τέφρα
2. φρ. «τεφρώδες φως»
αστρον. το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο προς τη Γη τμήμα του σκοτεινού ημισφαιρίου της Σελήνης, κοντά στη φάση της Νέας Σελήνης, καθιστώντας εύκολα ορατό ολόκληρο τον σεληνιακό δίσκο.
Greek Monotonic
τεφρώδης: -ες (εἶδος), σε Βάβρ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τεφρώδης: похожий на пепел, пепельный (γῆ Plut.).