φθοροποιός: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φθοροποιός:''' причиняющий порчу, губительный (νόσων [[αἰτία]] Plut.). | |elrutext='''φθοροποιός:''' [[причиняющий порчу]], [[губительный]] (νόσων [[αἰτία]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 20 August 2022
English (LSJ)
όν, A causing destruction, Boëth.Stoic.3.265, Petos. ap. Vett. Val.80.7, Dsc.Alex. Praef., Placit.5.30.1, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.196; δύναμις Ph.2.96; πάθος Simp. in Cael.436.26: c. gen., Ph.2.327, al.; τῶν ζῴων Gp.2.27.5; μεταβολὴ φ. τοῦ μεταβαλλομένου Dam.Pr.414. 2 abortifacient, Ps.-Dsc.1.1.
German (Pape)
[Seite 1273] Schaden bereitend, dah. verderbend, schädlich, tödtlich; Plut.; Philo bei Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φθοροποιός: -όν, ὁ ἐπιφέρων φθοράν, καταστρεπτικός, Διοσκ. π. Ἰοβόλων σ. 51 Kühn, Πλούτ. 2. 911Α, συχνὸν παρὰ Φίλωνι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui corrompt ou détruit, pernicieux.
Étymologie: φθορά, ποιέω.
Spanish
Greek Monolingual
-ά, -ό / φθοροποιός, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν
αυτός που προξενεί φθορά, βλαπτικός, καταστρεπτικός
μσν.
αυτός που προκαλεί διακοπή της κύησης
αρχ.
(με παθ. σημ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + -ποιός].
Russian (Dvoretsky)
φθοροποιός: причиняющий порчу, губительный (νόσων αἰτία Plut.).