ἀπαρενόχλητος: Difference between revisions
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπαρενόχλητος:''' невозмутимый, не обеспокоенный (ταῖς λύπαις Plut.). | |elrutext='''ἀπαρενόχλητος:''' [[невозмутимый]], [[не обеспокоенный]] (ταῖς λύπαις Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A undisturbed, συμβίωσις Phld.Ir.p.78 W.; ὑπό τινων BGU1140.24 (i B. C.), cf. IGRom.4.2927 (Pergam.), PTeb.41.24, Plu.2.118b.
German (Pape)
[Seite 280] unbelästigt, ungestört, Plut. consol. ad Apoll. p. 359.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρενόχλητος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς ἐνόχλησιν, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2114 bb, Πλούτ. 2. 118Β.
Spanish (DGE)
-ον
no molestado, tranquilo, sosegado συμβίωσις Phld.Ir.p.78, τόπος Men.Comp.1.5, (χρόνος) Plu.2.118b, ψυχή Gr.Nyss.M.44.1344C
•de pers. no molestado, tranquilo ἀπαρενόχλητοι ὄντες PTeb.41.24 (II a.C.), ἀπαρενόχλ[ητό] ν με γενέσθαι que no sea molestado, PMerton 9.15 (I d.C.), cf. PHarris 64.19 (III/IV d.C.), παρασχεῖν POxy.2859.18 (IV d.C.), IGR 4.292.7 (Pérgamo)
•c. gen. ἀ. ἐπιμιξίας φαυλότητος Cyr.Al.M.77.1177C.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαρενόχλητος, -ον)
αυτός που δεν ενοχλήθηκε, ανενόχλητος, αδιατάρακτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρενόχλητος: невозмутимый, не обеспокоенный (ταῖς λύπαις Plut.).