Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥωγαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥωγᾰλέος:''' изорванный, разодранный ([[χιτών]] Hom.).
|elrutext='''ῥωγᾰλέος:''' [[изорванный]], [[разодранный]] ([[χιτών]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥωγᾰλέος, η, ον, [ῥώξ]<br />[[broken]], [[cleft]], [[rent]], [[torn]], Hom.
|mdlsjtxt=ῥωγᾰλέος, η, ον, [ῥώξ]<br />[[broken]], [[cleft]], [[rent]], [[torn]], Hom.
}}
}}

Revision as of 12:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωγᾰλέος Medium diacritics: ῥωγαλέος Low diacritics: ρωγαλέος Capitals: ΡΩΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: rhōgaléos Transliteration B: rhōgaleos Transliteration C: rogaleos Beta Code: r(wgale/os

English (LSJ)

η, ον, (ῥώξ A) A broken, cleft, χιτὼν χαλκῷ ῥ. Il.2.417; ῥ. πήρη torn, ragged, Od.17.198; ῥάκος . . ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα 13.435.

German (Pape)

[Seite 854] zerrissen, zersetzt, Od. 13, 435, öfter; χαλκῷ, Il. 2, 417, zerhauen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγᾰλέος: -α, -ον, (ῥώξ) διερρωγώς, διερρηγμένος, διεσχισμένος, κατατετρημένος, ῥακώδης, χιτῶνα χαλκῷ ῥωγαλέον, «σιδήρῳ διεσχισμένον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 417· πήρην πυκνά ῥωγαλέην, διεσχισμένην, ῥακώδη, Ὀδ. Ρ. 198, Σ. 109· ῥάκος ... ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα Α. 435, 438, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
déchiré.
Étymologie: R. Ϝραγ, briser ; v. ῥήγνυμι.

English (Autenrieth)

torn, ragged.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
(επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, πειναλέος)].

Greek Monotonic

ῥωγᾰλέος: -α, -ον (ῥώξ), σπασμένος, ραγισμένος, κομματιασμένος, σχισμένος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥωγᾰλέος: изорванный, разодранный (χιτών Hom.).

Middle Liddell

ῥωγᾰλέος, η, ον, [ῥώξ]
broken, cleft, rent, torn, Hom.