ἐπιδημητικός: Difference between revisions
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιδημητικός:''' остающийся на месте, оседлый (ζῷα Arst.). | |elrutext='''ἐπιδημητικός:''' [[остающийся на месте]], [[оседлый]] (ζῷα Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A staying at home, non-migratory, ζῷα, opp. ἐκτοπιστικά, Arist. HA488a13. II. ἐπιδημητικά, τά, expenses of a governor's visit, Cod.Just.12.40.12.
German (Pape)
[Seite 937] ή, όν, zu Hause bleibend, ζῷα, im Ggstz von ἐκτοπιστικά, Arist. H. A. 1, 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιδημητικός, -ή, -όν) επιδημώ
(για ζώα και κυρίως πτηνά) αυτός που διαμένει συνεχώς σε μια χώρα (στα ορεινά το καλοκαίρι, στα πεδινά τον χειμώνα) σε αντίθεση με τον αποδημητικό.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδημητικός: остающийся на месте, оседлый (ζῷα Arst.).