γυμνητικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''γυμνητικός:''' присвоенный легковооруженным войскам ([[ὅπλα]] Xen. и [[ὅπλον]] Plut.).
|elrutext='''γυμνητικός:''' [[присвоенный легковооруженным войскам]] ([[ὅπλα]] Xen. и [[ὅπλον]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γυμνής]]<br />of or for a [[light]]-[[armed]] [[soldier]] ([[γυμνής]]), Xen.
|mdlsjtxt=[[γυμνής]]<br />of or for a [[light]]-[[armed]] [[soldier]] ([[γυμνής]]), Xen.
}}
}}

Revision as of 12:50, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνητικός Medium diacritics: γυμνητικός Low diacritics: γυμνητικός Capitals: ΓΥΜΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gymnētikós Transliteration B: gymnētikos Transliteration C: gymnitikos Beta Code: gumnhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a γυμνής, ὅπλα X.Cyr.1.2.4, Plu.Flam.4; τὸ γυμνητικόν, = γυμνητεία, Str.7.3.17.

German (Pape)

[Seite 509] zu Leichtbewaffneten gehörig, ὅπλα Xen. Cyr. 1, 2, 4; Plut. Flamin. 4; τό γ., = γυμνητία, Strab. VII p. 306.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γυμνῆτα, ὅπλα Ξεν. Κύρ. 1.2,4, Πλούτ. Φλαμιν. 4· τὸ γυμνητικὸν =γυμνητεία, Στράβ. 306.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les soldats armés à la légère.
Étymologie: γυμνής.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 propio de un soldado de infantería ligera ὅπλα X.Cyr.1.2.4, Plu.Flam.4.
2 subst. τὸ γ. infantería ligera μεσότης δ' ἀμφοῖν (caballería e infantería) τὸ γ. Aristid.Quint.107.5, cf. Str.7.3.17.

Greek Monolingual

γυμνητικός, -ή, -όν (Α) γυμνής
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε γυμνήτη
2. το ουδ. ως ουσ. το γυμνητικόν
η γυμνητεία.

Greek Monotonic

γυμνητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τον ελαφρά οπλισμένο (γυμνής), σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνητικός -ή -όν [γυμνήτης] van een lichtgewapende soldaat:. σὺν τοῖς γυμνητικοῖς ὅπλοις met hun wapens van lichtgewapende soldaten Xen. Cyr. 1.2.4.

Russian (Dvoretsky)

γυμνητικός: присвоенный легковооруженным войскам (ὅπλα Xen. и ὅπλον Plut.).

Middle Liddell

γυμνής
of or for a light-armed soldier (γυμνής), Xen.