μαλακόδερμος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μαλᾰκόδερμος:''' с мягкой кожицей (ᾠά Arst.).
|elrutext='''μαλᾰκόδερμος:''' [[с мягкой кожицей]] (ᾠά Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόδερμος Medium diacritics: μαλακόδερμος Low diacritics: μαλακόδερμος Capitals: ΜΑΛΑΚΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: malakódermos Transliteration B: malakodermos Transliteration C: malakodermos Beta Code: malako/dermos

English (LSJ)

ον, A soft-skinned, Arist.HA489b15, al.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόδερμος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὸν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μαλακόδερμος, -ον)
αυτός που έχει απαλό δέρμα ή μαλακό φλοιό
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόδερμα
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα μέλη της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + δέρμα (πρβλ. σκληρόδερμος)].

Russian (Dvoretsky)

μαλᾰκόδερμος: с мягкой кожицей (ᾠά Arst.).