παιδομαθής: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παιδομᾰθής:''' с детства обученный (περὶ τὰ [[πολεμικά]] Polyb.).
|elrutext='''παιδομᾰθής:''' [[с детства обученный]] (περὶ τὰ [[πολεμικά]] Polyb.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παιδομαθής -ές [παῖς, μανθάνω] van jongs af lerend of geleerd.
|elnltext=παιδομαθής -ές [παῖς, μανθάνω] van jongs af lerend of geleerd.
}}
}}

Revision as of 13:26, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδομᾰθής Medium diacritics: παιδομαθής Low diacritics: παιδομαθής Capitals: ΠΑΙΔΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: paidomathḗs Transliteration B: paidomathēs Transliteration C: paidomathis Beta Code: paidomaqh/s

English (LSJ)

ές, A having learnt in childhood, Hp.Lex 2; precociously quick, π. πρός τι Antid.2.5; περὶ τὰ πολεμικά Plb.3.71.6; τινος Longin.44.3.

German (Pape)

[Seite 441] ές, als Kind gelernt habend, früh unterrichtet; Hippocr.; πρός τι, Antidot. bei Ath. VI, 240 c; περί τι, Pol. 3, 71, 6. 89, 5.

Greek (Liddell-Scott)

παιδομαθής: -ές, ὁ μαθὼν ἐν τῇ παιδικῆ αὐτοῦ ἡλικίᾳ, Ἱππ. Λεξ.· π. πρός τι (ἐνταῦθα σημαίνει τὸν προώρως ἐπιδόντα εἴς τι) Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1· περί τι Πολύβ. 3. 71, 6· τινος Λογγῖν. 44. 3.

Greek Monolingual

παιδομαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έμαθε, που διδάχθηκε κάτι από την παιδική ηλικία
2. αυτός που ασχολήθηκε και επιδόθηκε σε κάτι πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -μαθής (< μανθάνω)].

Russian (Dvoretsky)

παιδομᾰθής: с детства обученный (περὶ τὰ πολεμικά Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδομαθής -ές [παῖς, μανθάνω] van jongs af lerend of geleerd.