πολυβαφής: Difference between revisions
From LSJ
αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυβαφής:''' глубоко погрузившийся (в море), затонувший (σώματα, [[varia lectio|v.l.]] μέλεα Aesch.). | |elrutext='''πολυβαφής:''' [[глубоко погрузившийся]] (в море), затонувший (σώματα, [[varia lectio|v.l.]] μέλεα Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολυ-βᾰφής, ές [[βάπτω]]<br />[[much]]-dipped, Aesch. | |mdlsjtxt=πολυ-βᾰφής, ές [[βάπτω]]<br />[[much]]-dipped, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A much-dipped, of drowned men, A.Pers.275 (lyr.), but v. ἁλιβαφής.
German (Pape)
[Seite 660] ές, vielfach untergetaucht, ἁλίδονα σώματα, Aesch. Pers. 275.
Greek (Liddell-Scott)
πολυβᾰφής: -ές, ὁ πολλάκις βυθισθεὶς εἰς τὸ ὕδωρ, ἐπὶ ἀνθρώπων πνιγέντων ἐν ὕδατι, ἀλλ’ ἴδε ἁλιβαφής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plusieurs fois submergé.
Étymologie: πολύς, βάπτω.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για πτώματα πνιγμένων) αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερό («φίλων ἀλίδονα μέλεα πολυβαφῆ κατθανόντα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βαφής (< βάπτω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. αλι-βαφής].
Greek Monotonic
πολυβᾰφής: -ές (βάπτω), αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πολυβαφής: глубоко погрузившийся (в море), затонувший (σώματα, v.l. μέλεα Aesch.).