περιωδευμένως: Difference between revisions

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιωδευμένως:''' пространно ([[πολυμερῶς]] καὶ π. Plut.).
|elrutext='''περιωδευμένως:''' [[пространно]] ([[πολυμερῶς]] καὶ π. Plut.).
}}
}}

Revision as of 13:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιωδευμένως Medium diacritics: περιωδευμένως Low diacritics: περιωδευμένως Capitals: ΠΕΡΙΩΔΕΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: periōdeuménōs Transliteration B: periōdeumenōs Transliteration C: periodevmenos Beta Code: periwdeume/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of περιοδεύω, A fully, in detail, Phld.Rh.1.248 S., Plu.2.537d.

German (Pape)

[Seite 601] adv. part. perf. pass. von περιοδεύω, auf Umwegen, weitläuftig, Plut. de inv. et od. 5.

Greek (Liddell-Scott)

περιωδευμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περιοδεύω, διὰ περιστροφῶν, διὰ τρόπου περιστροφικοῦ, Πλούτ. 2. 537D.

French (Bailly abrégé)

adv.
par un long circuit.
Étymologie: περιωδευμένος, part. pf. Pass. de περιοδεύω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (για ρητ. λόγο) με περιστροφές, με πλάγιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιωδευμένος του περιοδεύω.

Russian (Dvoretsky)

περιωδευμένως: пространно (πολυμερῶς καὶ π. Plut.).